Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Συνέντευξη με τον Άθω Δανέλλη





Άθως Δανέλλης: Ο ρόλος ως φιγούρα

Ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες του Θεάτρου Σκιών, συνεχίζει την παράδοση του Καραγκιόζη και δε σταματά να μελετά και να εξελίσσει την τέχνη του. Ο Άθως Δανέλλης στήνει τον μπερντέ του τις νύχτες σε θέατρα, κινηματογράφους, καφενεία, και ρεμπετάδικα, όπως παλιά. Από τους ελάχιστους καραγκιοζοπαίχτες που εξακολουθεί να κάνει παραστάσεις για ενήλικο κοινό με σπάνια έργα από το πλούσιο ρεπερτόριο του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, απλώνει τις φιγούρες του και μάς ξεναγεί στον ανατρεπτικό κόσμο του δικού μας καμπούρη.


τη συνέντευξη έλαβε ο Μάκης Γκαρτζόπουλος


  
Ποια είναι η πρώτη σας εικόνα από παράσταση θεάτρου σκιών;
Η πρώτη μνήμη που έχω είναι από το 1971, στη Χερσόνησο της Κρήτης που τότε ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, όταν στο καφενείο του Τραπιέρη είδα παράσταση θεάτρου σκιών με τους αδερφούς Σπανακάκη. Αυτοί ήταν μουσικοί που έπαιζαν στην ορχήστρα του καραγκιοζοπαίχτη της Κρήτης, του Παπανικολάου. Έπαιζαν όμως και οι ίδιοι Καραγκιόζη. Ήμουν τεσσάρων ετών, κι όμως αυτή την παράσταση τη θυμάμαι κινηματογραφικά. Αργότερα είδα πολλούς: τον Μιχόπουλο, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Χαρίδημο, τον Μάνθο Αθηναίο που έμελε να γίνει και μάστοράς μου.

Σε ποια ηλικία μπήκατε πίσω απ’ τον μπερντέ;
Πρωτομπήκα στον μπερντέ του Μιχόπουλου σε ηλικία 6-7 ετών. Είχα ήδη το «μικρόβιο». Αργότερα μπήκα στον μπερντέ του Μάνθου όπου και μαθήτευσα. Ο Μάνθος είχε τότε μόνιμη σκηνή στο Άλσος Παγκρατίου, αργότερα πήγε στον κινηματογράφο Ριάλτο στην Κυψέλη και τέλος στο δικό του θέατρο στο Μπραχάμι που το κράτησε μέχρι τα τελευταία του. Όλο αυτό το διάστημα ήμουν δίπλα του, ενώ παράλληλα είχα την τύχη να βρίσκομαι κοντά στον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Γιώργο Χαρίδημο, τον Γιάνναρο, τον Βάγγο και άλλους δασκάλους, όπου έμαθα πολλά.

Από ποιόν έχετε δεχτεί την μεγαλύτερη επιρροή;
Το χαρμάνι μου στον Καραγκιόζη είναι ο Μάνθος Αθηναίος, ο Ευγένιος Σπαθάρης και ο Γιάνναρος. Από εκείνους προέρχονται τα κύρια συστατικά του παιξίματός μου. Από κει και πέρα, απ’ όλους τους άλλους πήρα πολλά και σπουδαία μαθήματα. Αλλά και σήμερα εξακολουθώ να παίρνω, ακόμα και απ’ τους νεότερους. Ο Καραγκιόζης, ξέρεις, έχει να κάνει πολύ και με την επικοινωνία μεταξύ των τεχνιτών της συντεχνίας. Παλιότερα, αν και το επάγγελμα ήταν πάρα πολύ ανταγωνιστικό, οι τεχνίτες ήταν δεμένοι μεταξύ τους.

Έχετε κάποιο σωματείο οι καραγκιοζοπαίχτες;
Βεβαίως. Λειτουργεί από το 1925 έχοντας φυσικά υποστεί ορισμένες μεταβολές. Η σημαντικότερη είναι ότι σήμερα είναι πολιτιστικός φορές και όχι συνδικαλιστικό σωματείο. Παλαιότερα αριθμούσε περισσότερα από 500 μέλη. Μεσολάβησε όμως ένα μεγάλο κενό που κράτησε ως περίπου την εποχή που βγήκα κι εγώ, όπου είχαμε απ’ τη μια τους παλιούς δασκάλους που είχαν αρχίσει να αποσύρονται και απ΄ την άλλη τους πολύ νέους. Η τέχνη μας είδε δύσκολες ημέρες, η συντεχνία συρρικνώθηκε. Ο πρώτος από τους νεότερους τότε ήταν ο Γιάννης Νταγιάκος, ένας πολύ δυνατός τεχνίτης και ζωγράφος και πολύ καλός φίλος. Μετά το Γιάννη βγήκα εγώ και ορισμένοι άλλοι κι άρχισε να καλύπτεται το κενό.

Υπάρχει σήμερα νέα φουρνιά καραγκιοζοπαιχτών;
Έχουμε αρκετούς πιτσιρικάδες και μάλιστα πολύ αξιόλογους. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, μιλάμε για καταπληκτικούς καραγκιοζοπαίχτες, τεχνίτες δυνατούς. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι καραγκιοζοπαίχτες που μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τέχνης αυτής, είναι λίγοι. Οι υπόλοιποι - είτε είναι νέοι είτε μπαίνουν σε μεγαλύτερη ηλικία στο επάγγελμα - θα πρέπει να καλύψουν τα κενά τους. Ψάχνονται, όμως. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να μάθουν τη γλώσσα του Καραγκιόζη, θέλει μελέτη τώρα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι ότι υπάρχουν ελάχιστες μόνιμες σκηνές, λίγα μόνιμα θέατρα, άρα δεν είναι εύκολο να βγουν ολοκληρωμένοι καραγκιοζοπαίχτες. Είναι βιωματική τέχνη το θέατρο σκιών και μέσα στη μόνιμη σκηνή γίνεται σωστή μαθητεία. Τα νεότερα παιδιά ψάχνουν τους επαγγελματίες όπου παίζουν και προσπαθούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους.

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του βοηθού στην επιτυχία μίας παράστασης;
Θα σου απαντήσω με αυτό που έλεγε ο Βάγγος: «ένας μέτριος καραγκιοζοπαίχτης με ένα καλό βοηθό, μπορεί να κάνει μια καλή παράσταση. Ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης με ένα κακό βοηθό έχει κίνδυνο να κάνει μια κακή παράσταση». Οι δυο τους είναι σαν μία ορχήστρα. Έχεις ένα σολιστικό όργανο, αλλά πρέπει να έχεις και τη σωστή βάση. Οι οργανοπαίχτες που συνοδεύουν πρέπει να είναι άξιοι του σολίστα. Έτσι λειτουργεί και μία παράσταση Καραγκιόζη. Χρειάζεται γνώση και ετοιμότητα, πειθαρχία, ρυθμό. Ο ρόλος του βοηθού είναι πάρα πολύ σημαντικός σε κάθε στιγμή της παράστασης.

Ο ηθοποιός έχει οπτική επαφή με τους θεατές και μπορεί να αντιληφθεί αμέσως τις αντιδράσεις τους. Πίσω από τον μπερντέ, πως επικοινωνείτε με το κοινό;
Αναπτύσσεις ένα είδος ραντάρ. Ξέρεις και καταλαβαίνεις τι γίνεται στην πλατεία από την ανάσα τού κόσμου ή από τη σιωπή. Η μεγαλύτερη ένδειξη βεβαίως είναι το γέλιο του κοινού, μαθαίνεις όμως να αφουγκράζεσαι και τη σιωπή του και να την αποκρυπτογραφείς. Είναι σιωπή αδιαφορίας ή προσήλωσης; Μαθαίνεις να ζυγίζεις τον κόσμο, όπως έλεγε παλιά και ο Μόλλας: «θα πετάξεις τρία καλαμπούρια. Ένα χοντροκομμένο, ένα μέτριο κι ένα πιο ραφινάτο, για να δεις που είναι ο κόσμος». Ειδικά όταν αλλάζεις περιοχές και μετακινείσαι στην επαρχία, δεν ξέρεις τι κοινό θα συναντήσεις. Ένα είδος δύσκολου κοινού είναι αυτό που δεν έχει ξαναδεί Καραγκιόζη. Υπάρχουν περιοχές όπου ο Καραγκιόζης είναι λιγότερο δημοφιλής. Εκεί λοιπόν, είναι το κοινό που πρέπει να το κερδίσεις απ’ την αρχή.

Το επαγγελματικό σας ξεκίνημα με τι είδους ρεπερτόριο έγινε;
Όταν ξεκίνησα επαγγελματικά, άρχισα να παίζω βράδυ και όχι στα σχολεία. Ήταν μία δική μου τρέλα και δε σκέφτηκα καθόλου το μεροκάματο. Το μυαλό μου πήγαινε μονάχα στο πως θα κάνω αυτό που πίστευα. Άρχισα να παίζω βράδια σε διάφορους χώρους κυνηγώντας κυρίως εκείνους που δεν είχαν δει Καραγκιόζη: τη νεολαία. Έχω κάνει πολύ αγώνα για να εκπαιδεύσω κοινό απ’ την αρχή. Ξεκίνησα με κωμωδίες από το κλασσικό ρεπερτόριο του Καραγκιόζη και σταδιακά έβαζα πιο δύσκολα έργα, μέχρι που ο θεατής να φτάσει να αποκτήσει και κριτήριο, να σχολιάζει τα πρόσωπα της παράστασης ως υπαρκτά πρόσωπα και όχι ως φιγούρες. Σταδιακά, το κοινό που εκπαιδεύεται δεν αντιμετωπίζει πλέον τον Καραγκίοζη ως κάτι χαριτωμένο και γραφικό. Γίνεται απαιτητικό, σε κριτικάρει, σε επιπλήττει όταν επαναλαμβάνεσαι. Όλο αυτό κορυφώθηκε στο Θέατρο Σκιών που είχε δημιουργήσει ο Κυριάκος Δεσύλλας στου Γκύζη και από κει, ως το 2007 στον Κρατήρα, με την Μάρθα Φριντζήλα και μια ομάδα εξαίρετων καλλιτεχνών όπου κάναμε πολύ ωραία πράγματα. Μετά άρχισε η περιπλάνηση. Βρήκα στέγη σε καφενεία, που ήταν ανέκαθεν ο φυσικός χώρος του Καραγκιόζη. Σε καφενεία που έχουν πάρει νέα παιδιά και τα έχουν μετατρέψει σε σύγχρονους χώρους συνεύρεσης. Από το 2012 έχω στέγη στο καφέ των εκδόσεων Γαβριηλίδη στο Μοναστηράκι όπου κάνω παραστάσεις μία με δύο φορές το μήνα, είτε με ζωντανή ορχήστρα είτε χωρίς. Και, κυρίως τα καλοκαίρια, περιοδείες στην επαρχία.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, εκτός από τη Μάρθα Φριντζήλα, είχατε και ορισμένες ακόμα σημαντικές συνεργασίες: Νίκος Μαμαγκάκης, Διονύσης Σαββόπουλος, Χαϊνηδες.
Ο ίδιος ο Καραγκιόζης με έφερε κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Ειδικά ο Μαμαγκάκης, τον ήξερε πολύ καλά τον Καραγκιόζη, αφού και ο ίδιος ως έφηβος έπαιζε και ψυχαγωγούσε στις κατασκηνώσεις. Είχα την τύχη, τους παιδικούς μου ήρωες να τους γνωρίσω και να συνεργαστώ μαζί τους και ξέρεις, αυτό είναι κάτι που δε το χορταίνεις. Όπως και με τους παλιούς μαστόρους που γνώρισα. Ήταν μεγάλη τιμή να είμαι ο επόμενος μετά τον Σπαθάρη που συνεργάστηκε με τον Σαββόπουλο. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν. Όταν ο Σαββόπουλος μάς έβαλε στο Μικρό Παλλάς να παίξουμε σε μία ημιπεριστρεφόμενη σκηνή, όπου φαινόμασταν κι εμείς πίσω απ’ τον μπερντέ, με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Ήξερε όμως πολύ καλά τι έκανε. Το ίδιο κι ο Αποστολάκης. Μπορεί αυτός ο δίσκος που κάναμε με τους Χαϊνηδες να χαρακτηριστεί ιδιαίτερος και τολμηρός, όμως γνώριζε καλά πως θα περάσει στον κόσμο.
Μια ακόμη πολύ σημαντική συνεργασία είναι αυτή με τον σπουδαίο άνθρωπο και θεατρολόγο Ιωσήφ Βιβιλάκη. Με πρωτοβουλία του, εντάχθηκε επίσημα από την περσινή χρονιά στο πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου, για πρώτη φορά το μάθημα του Θεάτρου Σκιών, και έχω την τιμή να διδάσκω μαζί του. Από φέτος μάλιστα, το μάθημα γίνεται υποχρεωτικό. Φαντάσου, δεν υπήρχε στη θεατρολογία μάθημα για το Θέατρο Σκιών· ένα τεράστιο κενό. Σα να μη διδάσκεται Κρητικό θέατρο, Ιταλική κωμωδία ή Γαλλικό βουλεβάρτο. Εκεί βέβαια με περίμενε μια ακόμη μεγάλη έκπληξη: οι αντιδράσεις των φοιτητών είναι απίθανες, το ενδιαφέρον, η προσοχή, ο σεβασμός και η αγάπη με την οποία πλησιάζουν τον Καραγκιόζη με κρατά σε διαρκή συγκίνηση.

Γράφονται σήμερα καινούργια έργα Καραγκιόζη;
Ένα έργο βασισμένο σε ένα εντελώς καινούργιο θέμα μπορεί να γραφτεί, αλλά δε θα κρατήσει. Ο Καραγκιόζης έχει πολύ σφιχτή δομή στα έργα του και οι τρόποι είναι πολύ αυστηροί και απαιτητικοί. Φτιάχνοντας ένα έργο πρέπει να του δώσεις και διαχρονικότητα, να πατήσεις στις συνταγές τις παλιές με σύγχρονους τρόπους. Αν γραφτεί για παράδειγμα ένα έργο «ο Καραγκιόζης και η κρίση», μετά από μερικά χρόνια ενδεχομένως και να είναι ξεπερασμένο. Ωστόσο, γράφονται καινούργια έργα τα οποία δε θα καταλάβεις ότι είναι καινούργια. Υπάρχει άλλωστε πάρα πολύ μεγάλος αριθμός έργων στο κλασσικό ρεπερτόριο.

Τολμά ο σύγχρονος καραγκιοζοπαίχτης να καθιερώσει μία καινούργια φιγούρα;
Δύσκολα. Ό,τι δεν αφομοιωθεί σωστά μέσα στο θέατρο του Καραγκιόζη, αυτομάτως αποβάλλεται. Το να καθιερώσεις έναν καινούργιο χαρακτήρα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Φαντάσου πόσους χαρακτήρες δημιούργησαν ο μεγάλοι μάστορες της τέχνης μας, και παρ’ όλ’ αυτά δεν καθιερώθηκαν. Σήμερα δε θυμάται κανείς τον Πίπη τον Κερκυραίο, τον Γεράσιμο τον Κεφαλλονίτη, λίγοι θυμούνται τον Σαναλέμε, ίσως λίγοι περισσότεροι θυμούνται τον Νώντα που εμφανιζόταν πάντα με τον Σταύρακα. Χαθήκαν αυτοί οι χαρακτήρες. Ίσως γιατί δεν είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στην κοινωνία. Ο Μπέμπης που είχε βγάλει ο Χαρίδημος εκείνο τον καιρό είχε μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, δεν κράτησε. Καλά καλά, είδε κι έπαθε να επιβιώσει ο Πεπόνιας του Μόλλα. Όταν λοιπόν βλέπεις φιγούρες που δημιούργησαν αυτοί οι μεγάλοι δάσκαλοι στην ακμή του θεάτρου σκιών να χάνονται απ’ το πανί, καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι σήμερα να καθιερωθεί ένας καινούργιος χαρακτήρας και να αντέξει στο χρόνο.

Τα σκηνικά και τις φιγούρες τις φτιάχνετε εσείς;
Ναι. Παίζω όμως και με άλλες φιγούρες που δεν είναι δικές μου και έχουν κατασκευαστεί από νεότερους συναδέλφους. Αλλάζουμε μεταξύ μας φιγούρες και σκηνικά. Πάντα εφαρμοζόταν αυτή η πρακτική. Αν και παλιότερα υπήρχε μεγάλη κρυψίνοια και επιφυλακτικότητα, κρύβανε τις φιγούρες, ακόμα και τα έργα. Απαγόρευαν την είσοδο στις παραστάσεις σε βοηθούς άλλων καραγκιοζοπαιχτών για να μην ξεσηκώσουν το έργο. Σήμερα δεν υπάρχουν αυτά.

Όπως ένα μέτριο ή κακό κείμενο μπορεί να το απορρίψει το κοινό, έτσι και με τον κακό καραγκιοζοπαίχτη;
Βέβαια! Σήμερα όχι και τόσο εύκολα, αλλά παλιότερα που υπήρχε δυνατό Σωματείο και έλεγχε την κατάσταση, σε πέταγε έξω απ’ το επάγγελμα πριν καλά καλά μπεις. Αλλά κυρίως το ίδιο το κοινό, το οποίο σταμάταγε την παράσταση. Πέταγαν καρέκλες, έβαζαν φωτιά, πετάγανε γάτες πίσω απ’ τον μπερντέ, έχουν συμβεί πολλά! Αν στο θέατρο γιουχάρανε και πετάγαν μαξιλάρια, στον μπερντέ δε μπορούσες να σταθείς.

Είναι πολιτικό το θέατρο του Καραγκιόζη;
Απολύτως. Είναι πολιτικό και κοινωνικό θέατρο. Γι’ αυτό άλλωστε έπαθε κι αυτό που έπαθε, καταποντίστηκε, καταδικάστηκε σε γραφικότητα, που είναι ο πλέον ασφαλής τρόπος για να κλείσεις του άλλου το στόμα. «Έλα μωρέ, για τα παιδιά είναι», αυτό το ακούμε διαρκώς. Ο Καραγκιόζης είναι ένα θέατρο με τρομερή δύναμη, γι’ αυτό άλλωστε ως χαρακτήρας ήταν πάντα αντιπαθής στην εξουσία. Τον ακούει και τον εμπιστεύεται ο κόσμος τον Καραγκιόζη, κι αυτό είναι κάτι που τρομάζει την εξουσία και τον καθιστά επικίνδυνο. Έχει στα χέρια του το μεγάλο όπλο που λέγεται αυτοσαρκασμός, και αυτό του δίνει το δικαίωμα να σαρκάζει τους άλλους και τις πράξεις τους. Φαντάσου παλιότερα τι μεγάλη δύναμη είχε ένας καραγκιοζοπαίχτης που απευθυνόταν σε 1.000 άτομα και μπορούσε να πει ό,τι ήθελε. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το εξής: ότι οι καραγκιοζοπαίχτες που πήγαιναν σε επαρχιακά μέρη, έπρεπε πρώτα να περάσουν από το αστυνομικό τμήμα να σφραγίσουν την άδειά τους. Ο Διοικητής έπρεπε να βάλει σφραγίδα και να τους πει «δουλεύετε» ή «σηκωθείτε φύγετε». Δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν ευθέως όπως έγινε με το ρεμπέτικο, όπου βρήκαν το πάτημα του χασικλίδικου, βασιστήκαν σε αυτό και μπόρεσαν να το διώξουν ως κάτι παραβατικό. Με τον Καραγκιόζη δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό γιατί από πολύ νωρίς είχε κινήσει το ενδιαφέρον μιας μεγάλης μερίδας πνευματικών ανθρώπων, αυτών που συνήθως λέμε των Γραμμάτων και των Τεχνών. Να και μία χαρακτηριστική περίπτωση πνευματικού ανθρώπου που χτυπήθηκε ως γραφική: ο Γιάννης Σκαρίμπας, που πέραν όλων των άλλων ήταν λάτρης του Καραγκιόζη και μάλιστα κι ο ίδιος έφτιαχνε φιγούρες και έκανε δικές του παραστάσεις στη Χαλκίδα. Ήταν πάντα αιχμηρός και ο λόγος του ενοχλούσε, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε ασφαλή γραφικότητα, όπως ακριβώς και ο ήρωάς του, ο Καραγκιόζης

Τι κινητοποίησε τους πνευματικούς ανθρώπους, μία ελίτ της αστικής κοινωνίας, να σκύψουν με τέτοιο τρόπο πάνω από αυτό το ιδιαίτερο είδος λαϊκής ψυχαγωγίας;
Βρήκαν μία καθαρότητα, μία απλότητα και ίσως την ουσία της θεατρικής τέχνης. Ο ρόλος ως φιγούρα. Δεν είμαι ο ρόλος, υπηρετώ το ρόλο ως φιγούρα. Μέσα από μία διαδικασία μυσταγωγίας, πείθεις τον θεατή ότι αυτή η φιγούρα έχει συναισθήματα, τον κάνεις να παθιάζεται, να ταυτίζεται με τους ήρωες που βλέπει στο πανί. Έχω κατά καιρούς ακούσει απίθανα πράγματα: «είδες πως τον κοίταγε ο Καραγκιόζης εκείνη τη στιγμή;» ή «είδες πως γέλαγε;». Μα, πως είναι δυνατόν να γελάει μία φιγούρα; Κι όμως! Παλιά, τη φιγούρα του προδότη την πετάγανε στον κόσμο για να την κάψει και να την κομματιάσει. Όλα αυτά διέκριναν οι άνθρωποι του πνεύματος και εξέφρασαν με πάθος τον θαυμασμό τους για το ελληνικό θέατρο σκιών. Το σημαντικό είναι ότι δε θα συναντήσεις επιδερμικά σχόλια συμπάθειας του στυλ «λαϊκή απλότητα», «πηγαίο λαϊκό χιούμορ» κλπ. Είναι όλα κείμενα ουσίας από σπουδαίους ανθρώπους, που όλοι είχαν βιωματική σχέση με τον Καραγκιόζη. Στον μπερντέ του Μόλλα, στη Δεξαμενή, έμπαινε όλος ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας: η Κοτοπούλη, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Κόντογλου. Ο Βάρναλης έγραφε τα προγράμματα και τις ανακοινώσεις, αφού ο Μόλλας γνώριζε λίγα γράμματα. Το ελληνικό θέατρο σκιών είναι  ένα σταυροδρόμι που συναντιούνται όλες οι πηγές της παράδοσης: η ζωγραφική - η οποία πάει πίσω στα μελανόμορφα αγγεία και στο Βυζάντιο -, η μουσική, τα σκηνικά. Το γνωρίζει πολύ καλά ο θεατής αυτό το σκηνικό, από τον διάκοσμο της εκκλησίας. Είναι αναγνωρίσιμο το περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι φιγούρες. Ο Κόντογλου και ο Τσαρούχης μαγεύτηκαν από την Βυζαντινοπρέπεια, άλλος από τη μουσική, άλλος από το ρυθμό του λόγου. Δεν το είδαν όμως με καμία συμπάθεια προς το λαϊκό καλλιτέχνη με την έννοια της γραφικότητας. Το είδαν στην ουσία του.

Πέρα απ’ όλες αυτές τις καταγραφές, υπάρχουν αντίστοιχες μαρτυρίες θεατών;
Έχω καταγράψει αρκετά πράγματα και κάποια στιγμή μπορεί να εκδοθούν. Το ξεκίνησα εντελώς τυχαία. Άκουγα ιστορίες που μου έλεγαν παλιοί τακτικοί θεατές και άρχισα σταδιακά να τις καταγράφω. Υπάρχουν καταπληκτικές ιστορίες: αρχιτέκτονας που ξεσήκωνε ιδέες από τα σκηνικά - ένα μπαλκόνι, ας πούμε -, μοδίστρα που αντέγραφε σχέδια και συνδυασμούς χρωμάτων από τις φιγούρες. Απίθανες ιστορίες! Ήταν ένα ζωντανό κομμάτι. Όλη η κοινωνία κινούνταν σε ρυθμούς καραγκιοζίστικους.

«Πανί του ονείρου» ονομάζουν οι Κινέζοι το θέατρο σκιών. Ποιο όνειρο κουβαλάει στην καμπούρα του ο Καραγκιόζης;
Κουβαλάει ένα κομμάτι του παλιού κόσμου που απέρχεται. Ένα λεπτό άρωμα κάποιων πραγμάτων που παλιά ήταν πιο σημαντικά στη ζωή των ανθρώπου. Μπορεί κι ένα κόσμο που πλάθουμε μόνοι μας, ενός κόσμου  φανταστικού. Ο Καραγκιόζης κρατάει την καλοσύνη και την αθωότητα μιας άλλης εποχής, σα να ακούς ένα παλιό τραγούδι. Από κει και πέρα βέβαια λειτουργεί με σημερινούς όρους.

Πως τη βγάζει σήμερα ο Καραγκιόζης; Τι δουλειές κάνει;
Τις δουλειές που έχει κληρονομήσει από τα παλιότερα χρόνια. Πάλι θα κάνει τον γραμματικό, το φούρναρη, τον ξενοδόχο. Θα περάσει όμως τα σημερινά προβλήματα.

Τι φοβάται;
Φοβάται τις ταχύτητες. Ή μάλλον, φοβόμαστε εμείς για λογαριασμό του. Τις πολλές ταχύτητες, τα πολλά Mbps. Ίσως μόνο αυτό.

Τι δε φοβάται;
Δε φοβάται το θάνατο, κι αυτό είναι ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό του. Δεν τον φοβάται γιατί δεν επιτρέπει ο κόσμος να πεθάνει.

Τι αγαπάει πιο πολύ;
Τους ανθρώπους.

Τι σιχαίνεται πιο πολύ;
Το δήθεν.

Όχι την εξουσία;
Την εξουσία την αντιπαθεί, αλλά θα ήθελε να την επαναφέρει στην τάξη, με τον δικό του τρόπο. Όπως στο έργο «Ο Καραγκιόζης βεζίρης».

Τι θα συμβουλεύατε έναν επίδοξο καραγκιοζοπαίχτη;
Το δυσκολότερο πράγμα είναι η συνέπεια που οφείλεις να έχεις απέναντι στον Καραγκιόζη. Είναι αυτό που λέω και στους νεότερους συναδέλφους: μη διανοηθείς να βάλεις τον εαυτό σου μπροστά από τον Καραγκιόζη. Ο κόσμος αυτόν θυμάται. Όσο καλά κι αν έχει περάσει στην παράσταση, τον Καραγκιόζη θυμάται και όχι τον καραγκιοζοπαίχτη. Είναι εντυπωσιακό πως ταυτίζεται μαζί του, πως τον εμπιστεύεται. Άμα το πουν τα κολλητήρια, μετά το τέλος της παράστασης όλη η πλατεία θα είναι σαν σφουγγαρισμένη. Δε θα υπάρχει κάτω ούτε χαρτάκι. Αν ξεχάσω να το πω, θα είναι γεμάτη ποπ κορν και σακουλάκια. Για να περπατήσεις τον Καραγκιόζη στο πανί πρέπει να τον τοποθετήσεις πάνω από σένα. Αλλιώς σε έχει τσακίσει.


Πηγή:

Δεν υπάρχουν σχόλια: