Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Δημήτρης Παπαθέου: Δύο διηγήματα από το "Μια πόλη φευγάτη"




ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ


Η Πόλη είχε κτιστεί γύρω από τη πλατεία της.

Την κεντρική της πλατεία, γιατί συν τω χρόνω γίναν κι άλλες, που όμως καμία σχέση με την κεντρική δεν είχαν, παραπαίδια της ήταν και εντελώς εκτός φυσιογνωμίας και χαρακτήρα αυτής της Πόλης, που έγινε θαρρείς για ιστορικές αναδρομές κι εκδρομές στα χρόνια της αξίας και ξεκούραση και σχεδιασμό τού μακρινού αύριο, καθώς έλειπαν παντελώς οι ανηφόρες και κατηφόρες, και υπήρχε ένας ορίζοντας ξενοδόχος του ήλιου και της θάλασσας και τ’ ουρανού, που χαμογέλαγε συνήθως, αλλά ακόμα κι όταν θύμωνε γλύκας ήταν.

Δε νομίζω ότι πρέπει κανείς να προσπαθήσει να περιγράψει τους κατοίκους της και την ζωή τους, που στο σύνολό τους ήταν απλοί άνθρωποι, άσχετο αν πολύ βασανίστηκαν σε περίπλοκους στοχασμούς μέχρι να φτάσουν σ’ αυτή την απλότητα και δεν θα το κάνω κι εγώ, καθώς σήμερα που αλλάζει ο μήνας κι ο πιο γλυκός Σεπτέμβρης που μπορεί και αντιστασιακός να χαρακτηριστεί φώναξε τον Οκτώβρη να μας συντροφέψει, αφού μόνο ένα συμβάν θέλησα να μοιραστώ μαζί σας, που το θυμήθηκα σε μια κουβέντα καλών φίλων χτες, γύρω από την ευτυχία και τον τρόπο που την προσεγγίζει κανείς. Μεγάλο θέμα που το αφήνω στους φιλόσοφους, τους ποιητές και τους αλήτες, και περιορίζομαι στην αφήγηση και μόνο του γεγονότος.

Ένα ξημέρωμα στη μέση της πλατείας λοιπόν, χωρίς ν’ αντιληφθεί κανείς το πώς, ένα κιβώτιο σε μέγεθος ανθρώπινου σώματος περίπου,  πολυποίκιλτο πάνω σε μια βάση με σκάλες γύρω-γύρω που στοιχημάτιζες πως είναι από χρυσάφι αλλά δεν ήταν, βρέθηκε αινιγματικό, επιβλητικό, προκλητικό με την μοναδικότητά του, αφού κανείς  δεν είχε δει ποτέ του κάτι τέτοιο και γι’ αυτό ποθητό, ένα φαινόμενο για να μην πολυλογώ που ήρθε να ταράξει την ασφάλεια των προγραμμάτων και των μικροκινήσεων των πολιτών της, που στην αρχή από κεκτημένη ισορροπία στην καθημερινή διαδικασία σαν να μη του ’δωσαν καθόλου σημασία. Βολτάριζαν Κυριακή πρωί, κι ύστερα, με μια προσποιητή προφανώς αδιαφορία στις ασχολίες τους, γυρίσαν και μια φορά στις τόσες επισκέπτονταν και κλεφτά κοιτούσαν το «Αντικείμενο», έτσι το είπαν.

Οι Αρχές ρωτήθηκαν, και τεχνιέντως με χαμόγελα προοπτικής και υπόσχεσης που τόσο καλά κατέχουν, άφησαν να φανεί ότι πρόκειται για κάποιο έργο τέχνης μεγάλου καλλιτέχνη, που ομογενείς τον πλήρωσαν το χρέος τους να ξεπληρώσουν.

Κι ο καιρός περνούσε, όχι χωρίς να λείπουν τα βράδια στα μπαράκια και στις ταβέρνες οι κουβέντες, κρυφά μην τους πάρουν και για ψώνια που ασχολούνται μ’ ένα ακαταλαβίστικο και προφανώς ασήμαντο γεγονός, τη στιγμή που τόσο σπουδαία πράγματα έχουν να κάνουν, ώσπου ένα παιδί που έκανε πατίνια στη πλατεία, όταν κουράστηκε ακούμπησε στο κιβώτιο και κάτι σαν βόμβο, σαν τρέμουλο ερχόταν από τα μέσα, πράγμα που τον έκανε να ψάξει για άνοιγμα, για κάποιο μάνταλο ν’ ανοίξει το Αντικείμενο.

Το παιδί εξοικειωμένο στην τεχνολογία και στα παιχνίδια της πολύ φυσικό θεώρησε το να βρει τον συνδυασμό σε αόρατα νούμερα και να μπει μέσα, όταν αργά και μεγαλόπρεπα άνοιξε η πόρτα.

Έκατσε στη μόνη θέση που υπήρχε κι όλο το περιβάλλον στα μέτρα του προσαρμόστηκε με ένα τιμόνι σαν ποδηλάτου να ζητά τα χέρια του κι ένα παράθυρο που δεν ξεχώριζες αν είναι οθόνη, μπορεί και να ’ταν. Κανένα κουμπί κανένας διακόπτης ον-οφ. Πήρε το τιμόνι στα χέρια του, συγκεντρώθηκε στο παράθυρο μπροστά του και συνειδητοποίησε ότι μόνο με τη σκέψη του μπορούσε να ενεργοποιήσει το παράξενο εργαλείο και να μάθει τι μπορεί να κάνει, σε τι να χρησιμεύσει.

Αφού ταξίδεψε στο παρελθόν και άθελά του περιδιάβασε στην ιστορία της Πόλης και στις ζωές όλων των κατοίκων της σημαντικών και απλών ανθρώπων, μετακινήθηκε στην αγαπημένη του θάλασσα και μετά καταπιάστηκε μ’ όλα τα χόμπι του, που μέχρι τώρα δε μπορούσε.

Ετοιμαζόταν να κατέβει, όταν σκέφτηκε ότι δε μπορεί να ’ναι παιχνίδι, θα το ’ξερε αν κάποια εταιρία είχε προχωρήσει σε κάτι τέτοιο. Ξανάπιασε τις άκρες τού τιμονιού και σκέφτηκε βαθειά την Ευτυχία: όλα μαλάκωσαν, και μια εσωτερική γαλήνη τον κατέκλεισε, κι όλος ο χώρος γέμισε εικόνες, τής ζωής του εικόνες, των ανθρώπων και των στιγμών του, φτάνει να συγκεντρωνόταν στο τιμόνι για να μετέχει σ’ αυτές που διάλεγε και το αντίθετο για να φύγουν οι άλλες, που τον στενοχωρούσαν.

Πριν φύγει, ξανακοίταξε στο παράθυρο που ’γραφε τώρα «Διαχείριση της Ευτυχίας». Άφησε το τιμόνι, έγειρε πίσω και σε λίγο έβγαινε στο φως κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Το βράδυ το ’πε στους φίλους του κι αυτοί στους δικούς τους και μαθεύτηκε το μυστικό σ’ όλη την πόλη και δεν έμεινε κανείς που να μην δοκίμασε την εμπειρία τού Αντικειμένου.


Πέρασε λίγος καιρός, κι ένα πρωί όπως είχε εμφανιστεί έτσι και εξαφανίστηκε η όλη κατασκευή. Τίποτε δεν άλλαξε στις ζωές τους, και είναι απορίας άξιο που μερικοί θυμούνται κάπου-κάπου το Αντικείμενο.


***



ΣΤΗΛΗ ΑΛΑΤΟΣ


Γύρισε πίσω να κοιτάξει και στήλη άλατος δεν έγινε.

Βέβαια δεν μπόρεσε να δει και πολλά, καθώς το αλάτι ανέλαβε καινούργιο ρόλο, τα χνάρια της ζωής του να καλύψει.

Το αλάτι ήταν πάντα φίλος μου, σκέφτηκε, δεν θα το κάνει αυτό σ’ εμένα, και πιο προσεκτικά επικεντρώθηκε στα δυτικά απ’ όπου ήρθε.

Άκουσε στην αρχή φωνές των γειτονιών πριν εισχωρήσει από τις γρίλιες των σπιτιών η δυσπιστία φωνές ειδήσεις σπιτικές αθώες φωνές εκκλήσεις στο γείτονα να τρέξει για το καλό και για βοήθεια φωνές παιδιών συνθήματα στο μέλλον τοξευμένα σε κάποιο μέλλον που ίσως να ’χασε το δρόμο και να μην είναι το δικό μας τώρα -ή ίσως πάλι να ταξιδεύει ακόμα.

-Θέλω να δω το Αλάτι, παρακάλεσε.

Και τότε εικόνες αλατένιες μια-μια άρχισαν να στήνουν μια παράσταση, λίγο από Κουν σαν να ’φερνε.

-Εγώ πού είμαι;, ρώτησε.

-Παντού, όπου γύρω σου να δεις, θα ξεχωρίσεις τον πρωταγωνιστή ή τον κομπάρσο να σου μοιάζει.

Καθώς τα μάτια στη λευκότητα συνήθισαν, είδε την κάθε πράξη ζωντανή ολάκερη, ένα έργο στην άλλη να εμπλέκεται και μαζί στην επομένη όπου άλλοι ηθοποιοί ή οδοιπόροι μιας που δεν τέλειωσε ποτέ παράστασης ανέλυαν τα γεγονότα με τρόπο πειστικό καλύτερο από τον δικό του τρόπο.

Γιατί τους είχε υποτιμήσει; Γιατί ποτέ δεν πρόσεξε την τέχνη τους πόσο σπουδαία είναι;

-Ποτέ δεν είναι αργά, του μήνυσε το Αλάτι το χιλιοειπωμένο σλόγκαν.

Και χειροκρότησε απ’ τα βαθιά του μέσα ώρα πολύ αυτούς που σ’ όλη τη ζωή του δε χειροκρότησε ποτέ, σχεδόν ποτέ δεν είδε.



Δημήτρης Παπαθέου
(1951-2013)
(φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης)



- Επιμέλεια έκδοσης: Β. Ν. Πτωχόπουλλος
- Λογοτεχνική επιμέλεια: Σωτήρης Κακίσης 
- Εξώφυλλο: Γιάννης Κουρούδης & Σωτήρης Κακίσης
- Φωτογραφίες εξωφύλλου και οπισθοφύλλου: Βασίλης Αρτίκος
- (Κεντρική διάθεση: Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37, τηλ. 210 3802644, Εξάρχεια).

Δεν υπάρχουν σχόλια: