Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Γιώργος Σταυριανός - "Η αλήθεια της νύχτας" (Πρόλογος της Ιφιγένειας Βαμβακίδου)

Εξασφαλίσαμε από τον Γιώργο Σταυριανό την άδεια αναδημοσίευσης εκτενών αποσπασμάτων από το τελευταίο του βιβλίο "Η αλήθεια της νύχτας", και τον ευχαριστούμε θερμά γι' αυτό! Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη. Αναζητήστε το! Ξεκινάμε το ταξίδι μας στην "αλήθεια της νύχτας" με τον πρόλογο της καθηγήτριας Ιφιγένειας Βαμβακίδου.





ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Μια καταιγίδα αγάπης ξεσπά μέσα μου και λούζει τον κόσμο καθώς σηκώνομαι βιαστικά. Κανείς σχεδόν δεν κατάλαβε πως αποχωρού­σα. Έτσι πριν τα πράγματα φθαρθούν, πριν μας μεθύσει η νο­σταλγία, μια κατάληξη αναπόφευκτη, ο εξευτελισμός που επιφέρει η φθορά, που όσο κι αν τον έχω αποδεχτεί δε θα πάψω να λειτουργώ ως esthè­te».

 Γ. Σταυριανός (2014). Η Αλήθεια της Νύχτας

Ο Γιώργος Σταυριανός, φίλος και συνεργάτης, καθηγητής και συνοδοιπόρος στην ακριτική Φλώρινα, συνθέτης και συγγραφέας, περιηγητής στην τέχνη και έμπειρος διδάσκων στη φιλοσοφία της τέχνης και στο πεδίο της αισθητικής, εκθέτει και εκτίθεται στο έργο που τιτλοφορείται «Η αλήθεια της νύχτας» μέσα από τους ήχους, τις νότες και το λόγο σε χώρο και χρόνο αυτοβιογραφικό.

Ο συγγραφέας ανοίγει διάπλατα κατά την περίοδο του καυτού Ιουλίου την «πόρτα των φαντασμάτων», ταξιδεύει στη Γαλ­λία της ζωής του, στο παρελθόν ως διαρκές παρόν, στις «μυρωδιές από φρεσκολουστραρισμένο ξύλο και απαλό δέρμα», στο «μεθύσι της θά­λασσας» και συναντά τους φίλους και τη μητέρα που χάθηκε, βου­τώντας στον ομφάλιο λώρο με την Κρήτη, την Αθήνα, το Νανσύ.

Διαβάζουμε και ακούμε το έργο ως διαδρομή αυτοβιογραφούμενης μνήμης, αυτογνωσίας και λύτρωσης, η οποία αποκαλύπτει τα δρώμενα στο Οικοτροφείο των καθολικών σπουδαστών, φωτίζει με μυστικό προβολέα τα πρόσωπα -τους Ζαν Λουί, Ντενί, Ζακ Νερού- το χρόνο, τις μνήμες, τους ήχους «χι­λιάδες μικροσκοπικά κρυ­στάλλινα καμπανάκια που συνωθούνται στο κενό και στεφανώνουν τη σιωπή, την οποία όμως δε βιάζουν». Οι κινηματογραφικές αυτές διαδρομές με σκηνοθέτη το συγγραφέα, ο οποίος βιώνει, αλλά/και παρατηρεί ως γνήσιος obser­ver[1] τη ζωή κινείται ανάμεσα σε τόπους και πρόσωπα στην Ολυμπία, τον Αλμερίκ, το Σύλβιο, οι οποίοι ανασύρουν σώματα και χωρισμούς σ’ ένα διαρκή διά­λογο με τον αφηγητή, σε αναστοχασμό με τον εαυτό ως «απαίτηση για την ομορφιά, μια βασική προϋπόθεση για την επιβίωση».

Οι Μπετόβεν, Λιστ, Ντεμπυσί, Ραχμάνινοφ συναντούν το συγγραφέα στο πιάνο που διαρκώς παίζει, στη «μουσική στιγμή, η οποία ξανάφτανε στο αρχικό γεωμετρικό της πέταγμα, όταν για πρώτη φορά η εικόνα σου σχηματίστηκε πεντακάθαρη μπροστά μου» (51), στο μυστικό της μέθης, το οποίο έφερε το συγγραφέα στον κόσμο της μουσικής, γιατί το «μουσικό θέμα μας δίνει την ευχέρεια να δώσουμε εμείς τη λύση, να αφεθούμε όσο θέλουμε κι ύστερα να επιστρέψουμε στην αρχική γεωμετρία».

Ο λογοτεχνικός λόγος γίνεται το όχημα για μιαν αυξημένη αυτοσυνειδησία, μια εμπειρία απελευθέρωσης. Η λογοτεχνική γλώσσα εστιάζει στο ταξίδι, στη διαδρομή, στους δρόμους της Ευρώπης, της φοιτητικής ζωής, των ερώτων. Η Κοκό, η Μαρί-Οντίλ, η Σαμπίν ντε Μπυσύ και ο Ολιβιέ, ο οποίος μεταφέρεται από το συγγραφέα στο χωροχρόνο, οι εκλογές στο οικοτρο­φείο, ο διαγωνισμός των αντικαλλιστείων, ο πατέρας Σρευτέρ, η Κολέτ, η Ζοσελύν συνιστούν τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες, τις συναντήσεις που σημάδεψαν τις επιλογές και την αισθητική του συγγραφέα. Ο Κλοβίς, ο Αλμπέν, το Οικοτρο­φείο και η νοσταλγία ξεγελούν «τις πόρτες, που τώρα πια μου φαίνο­νται μισάνοιχτες, όταν πριν λίγο ακόμα τις έβρισκα ερμητικά κλειστές».

Ο Γιώργος Σταυριανός ως συγγραφέας, αφηγητής και ήρωας βουτά στα «όρια των παθών και του θείου, στις υπερβολές και στην οικειότητα, που εξαντλείται στην ευαίσθητη γραμμή που οριοθετεί το ζωτικό για τον καθένα χώρο» αναπτύσσεται σε χώρους εσωτερικούς της μνήμης». Στο έργο αποκαλύπτεται ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο επικοινωνία, αλλά ένας κόσμος αισθημάτων, ιδεών, συναισθημάτων, δράσεων, μνήμης, τοπικότητας. Ο συγγραφέας θέλει να τονίσει ότι η θύμηση, η μνήμη, η ανάμνηση είναι οι κώδικες με τους οποίους επικοινωνούμε για να διασώσουμε την ανθρωπιά μας. Η αφήγηση είναι πυκνή, το δέσιμο σφιχτό και το υλικό εκτίθεται στον αναγνώστη και στον ακροατή σ’ ένα μυστικιστικό περιβάλλον σαν από ιεροφάντη αποκάλυψης που περνά από κύματα ψεύδους, απάτης, αγάπης, μίσους, παγίδων, ελπίδων για να καταδείξει ότι εκείνο που μένει είναι η θύμηση, η μνημοσύνη και η λησμοσύνη που συμβιώνουν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο θάνατος που μας εισάγει στον χωρίς διαστάσεις χρόνο, στα όνειρα και στους εφιάλτες. Η γραφή λειτουργεί αναπόφευκτα ως όχημα του χρόνου μέσα από αλληγορικές, φανταστικές και πραγματικές εκδοχές του παρελθόντος με το οποίο κατάματα αναμετράται ο συγγραφέας.

Ο Κλοβίς, ο καινούριος φίλος, ο οποίος «δεν υπήρχε παρά μόνο σαν πρόσχημα για να υπάρχει αυτή η φωνή, που λες και δεν ήταν του κόσμου ετούτου», το Θυμάμαι του Φελίνι, ο θάνατος της μητέρας και της Φελισί «μιας συντρόφου που ποτέ κανείς δε θα ξεχνούσε», ο φόβος και τα ερωτήματα για το φόβο, η μεταφυσική αγωνία, «αισθανόμουν οργισμένος κι ανίσχυρος και ταπεινωμένος, …ήθελα να ρωτήσω, να μάθω, να μου εξηγήσουν», οι απαντήσεις που ενυπάρχουν στη μουσική και στη ψυχανάλυση «μόνο τότε θα μιλήσεις σωστά για το θάνατο, όταν θα έχεις αποδεχτεί τη μάταιη ομορφιά της ζωής», στη δωρική εκδοχή της αντίφασης και του παραλόγου «ο θάνατος του άλλου μας αφορά, γιατί μας συγκλονίζει η ιδέα του επερχόμενου δικού μας» ξετυλίγουν «το κουβάρι» της μνήμης του χρόνου. Ο συγγραφέας μεταβαίνει από το καλοκαίρι της Κρήτης στο φθινόπωρο της Τρουβίλ, στην εμπειρία της Ολυμπίας, στη συνάντηση με το Σύλβιο, τον Αλμερίκ «θυμήθηκα τη σκηνή της Ολυμπίας, εκεί στην άκρη της καθάριας παραλίας, η άμμος ήταν ακόμη ζεστή….. οι γάμοι οι ξαφνικοί του Σύλβιο και της γης», στη βαθύτερη αίσθηση των πραγμάτων, στην επαναστατική του Σοπέν «το γνώριμο και βασικό μοτίβο της θαυμάσιας σπουδής σε ντο ελάσσονα», στη σκληρή και κακοτράχαλη κρητική ψυχή, «ίδια με τη φύση της που σμιλεύτηκε από τους αιώνες και την τυχαιότητα», στο ουγγαρέζικο εστιατόριο, στη μουσική που υπάρχει σ’ όλο το έργο, στο χορό της Κατίνας και στο μεθύσι του Κωνσταντή «Μ’ ένα προκλητικό τίναγμα της κεφαλής, η Κατίνα έβγαλε το ολόλευκο και αρωματισμένο μαντίλι από το μανίκι της. Σαν αίλουρος τότε ο Κωνσταντής ξεπετάχτηκε από τις σκοτεινές του θημωνιές και τ’ άρπαξε στον αέρα. Τα χείλη μισάνοιχτα, και το πουκάμισο μαύρο και ξεκούμπωτο με σηκωμένα τα μανί­κια μέ­χρι τους αγκώνες. Πίσω ακολούθησαν κι άλλοι, κι άλλες...»

Η επανέκδοση του έργου με ποικίλες αλλαγές/διορθώσεις επιτρέπουν στο συγγραφέα τη διαρκή αυτοανάλυση, τη συνεχή και ανεμπόδιστη ροή ανάμεσα σ’ αυτόν και στο σύμπαν, γιατί «δεν ξανάκλεισα ποτέ, επιτρέποντας έτσι τη συνεχή ροή ανάμεσα στο σύμπαν και σε μένα». Οι διάλογοι με τον Ολιβιέ, η κοινή διαδρομή είναι η απόπειρα επιστροφής στη σιγουριά της γαληνεμένης μητρικής θάλασσας στην οποία κολυμπούσαμε πριν γεννηθούμε, «ψάχνουμε να βρούμε το παιδί που ήμασταν κάποτε, από τον τρόμο μάλλον που προκαλεί η ιδέα του θανάτου, του κάθε θανάτου».

Η μητέρα περιγράφεται ως μεγάλη αγαπημένη, ως μεγάλη ένοχη. Ο αποχωρισμός του παιδιού από τη μητέρα-φύση γίνεται αισθητός με οξυμένο τρόπο καθώς διακυβεύεται σε ενεστωτικό χρόνο: παρά το γεγονός ότι ο γενετικός και θρεπτικός ρόλος της μητέρας έχει μόλις λήξει αυτή εξακολουθεί να συγκρατεί τη βιολογική ευθύνη στο παρόν του αφηγητή.

Οι εξομολογήσεις του Ολιβιέ προς τον αφηγητή είναι η εξομολόγηση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη. Οι διάλογοι είναι ευφυείς και περιγράφουν τη σύγκρουση, το άγχος και τις εσωτερικές διαδρομές. Πέρα από τα συναισθήματα, τα πρόσωπα στο έργο οδηγούνται σε μια ακρότητα χωρίς να είναι πρόσωπα με μια ειδική ψυχολογία. Δεν ξέρουμε που μπορεί αυτά να φτάσουν σε μια δεδομένη στιγμή, γιατί ο συγγραφέας θέτει τη συνθήκη και τελικά δε γνωρίζεις πως θα αντιδράσει ο ήρωας: η αγάπη είναι «μονόλογος καταδικασμένος, αγαπούμε όπως θέλουμε να μας αγαπήσουν».

Ο συγγραφέας αυτοπαρατηρείται διαρκώς ως «παιδί που προσπαθεί να λύσει το γόρδιο δεσμό των φαντασμάτων». Πρόκειται για την αντίσταση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη μαζική κουλτούρα, στην ευτέλεια, στην ποσότητα των προϊόντων χωρίς αιτία, χωρίς αγωγή, χωρίς αισθητική, στην Αθήνα του τέλους του αιώνα, στο θάνατο της μητέρας, στο πένθος που υστερόχρονα και σε διάρκεια βιώνεται, στο μη κάλλος.

Σ’ όλη τη λογοτεχνική διαδρομή η μουσική είναι παρούσα και αποκαλύπτεται στην ιστορία της και στις συγκεκριμένες επιλογές του αφηγητή, στις στιγμές της classic, της jazz, της τσιγγάνικης, της όπερας στα ακούσματα των καφέ και του δρόμου.

Στο τέλος του έργου, ο αναστοχασμός του αφηγητή για την ίδια την αφήγηση, «γιατί γράφει, τι αναζητεί…», η επιστροφή στο θέμα οικογένεια-μητέρα, στο πρότυπο, στο πεπρωμένο οδηγούν στο άνοιγμα, στις «πόρτες ορθάνοιχτες- ό,τι γύρευα μια ζωή στα μάτια των άλλων βρίσκεται τώρα απέναντι μου, οι κρυμμένοι παράδεισοι, το θεϊκό τραγούδι του σύμπαντος, ο θάνατος, η ζωή κι ο έρωτας, όλα είναι ένα, είμαστε οι κόκκοι που συνθέτουν την άμμο» και μας μεταφέρουν στο παρόν: στον Όλυμπο, στο Πήλιο, στη Θεσσαλονίκη, στη λύτρωση από την ενοχή και την απορία, στο βουδιστή Κλοβίς «που χάθηκε στο δάσος» στην αθωότητα των συναντήσεων, των καινούριων φίλων που είναι υγροί και χυμώδεις, γενναιόδωροι σ’ αγάπη, στο Κονσέρτο αρ. 2 Σοπέν, στη βόρεια Ελλάδα στη θάλασσα και στη βροχή, στο θεό του Έρωτα.

Στη συμφιλίωση με τον εαυτό του ο συγγραφέας κλείνει την παιδική ηλικία και γιορτάζει τα γενέθλια της διαρκούς εφηβείας.

Η λογοτεχνική γραφή του Γιώργου Σταυριανού ως άλλος τρόπος μουσικής σύνθεσης δεν αποτελεί προϊόν διανοούμενης φαντασίας, αλλά βιωμένη αφήγηση, η οποία μας οδηγεί στους μύριους κόσμους της πιθανότητας που επιθυμούμε όλοι.

Η χαρτογραφική γλώσσα φωτίζει τα ιδιαίτερα τοπία, τους κόσμους του συγγραφέα και αναδεικνύει τον ιστό των ερωτημάτων. Ο κύριος θεματικός άξονας στο έργο αφορά τη σχέση με την προηγούμενη εποχή, την εποχή της μητέρας. Η εκδίπλωση των άλλων θεμάτων αφορά στον τρόπο που αυτά συνυφαίνονται με το κεντρικό μεταφυσικό μοτίβο. Ενδιάμεσα παρακολουθούμε από κοντά μια σειρά από διαφορετικές οπτικές γωνίες του ίδιου θέματος, όπου συνυπάρχουν ο ρομαντικός έρωτας, ο απελπισμένος, το ελαφρύ, αλλά και βάναυσο ερωτικό παιχνίδι, το ζήτημα του αμφίσημου ονείρου για μια σχέση αγάπης και μίσους με τη μητέρα, με το άλλο φύλο, της σχέσης του έρωτα με τη φιλία, της ηθικής με τον έρωτα, του πραγματικού με το φαντασιακό, τις δυνατότητες του πραγματικού να ενσαρκώσει το κάλλος.

Η αφήγηση μάς μεταφέρει από το υποκείμενο που μονολογεί ως παρατηρητής, στον ήρωα που βυθίζεται αναγκαστικά μέσα στους άλλους. Ο αφηγητής ενίοτε διατηρεί τις αποστάσεις και ασκεί κριτική στο σύστημα μέσα στο οποίο κινήθηκε. Στο πεδίο αυτό η πρόταση του συγγραφέα είναι να αναλάβουμε διδάσκοντες και διδασκόμενοι ένα άλλο βλέμμα για να δούμε τον κόσμο, την τέχνη ως ιδιαίτερο πρίσμα μέσα από το οποίο ο κόσμος αποκτά τη συνοχή και την κοσμιότητά του[2].

«Πέρα στα βάθη του μοναδικού σαλονικιότικου ορίζοντα μια πάχνη καθαγιάζει τη νύχτα και καταμεσής του ουρανού ένα φεγγάρι έχει ξετρυπώσει μέσα από τα σύννεφα. Το ψιλόβροχο έχει σταματήσει.., για να ξαναρχίσει όμως σε λίγο και πάλι. Γιατί απλά έτσι πάντα γίνεται. Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει».


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΒΑΜΒΑΚΙΔΟΥ
Αναπλ. Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας


Απρίλιος 2014





[1]. «Οι παρατηρητές ως εκλεκτή μερίδα σε κάθε γενιά είναι κλειστή και σκληρή ομάδα.»: Γεωργακοπούλου Β. (2002). Συνέντευξη με το σκηνοθέτη Ν. Νικολαΐδη. Ελευθεροτυπία, Η Τέχνη της Ζωής, αρ. 53, 17/11/2002, 10-11.
[2]. Κωβαίος Κ. (2002). Φιλοσοφία και Κινηματογράφος. Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: