Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Το ελληνικό τραγούδι μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας


Το ελληνικό τραγούδι μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας

Απεχθάνομαι εκείνους τους τύπους της φασόν νοσταλγίας που τείνουν να ωραιοποιούν το παρελθόν και να επιστρέφουν στα good old times, στα χρόνια τα παλιά όπου όλα ήταν ωραία και αγνά, η Ομόνοια είχε συντριβάνι, κλπ. κλπ. Γιατί για κάθε αριστούργημα του ελληνικού τραγουδιού αντιστοιχεί κι ένας Βοσκόπουλος, κι ένας Λε-Πα, κι ένας Αντύπας, και μια Άντζελα, και όχι, δεν βγήκαν σήμερα όλα αυτά τα μαύρα χάλια. Δεν έχω καμία λοιπόν πρόθεση να πουλήσω νοσταλγία και να σας πω γενικεύσεις του στυλ "το τραγούδι που χάθηκε" και "θυμάσαι τότε που ακούγαμε τον α' ή τον β' ". Αξίζει όμως να στρέψουμε την προσοχή μας σε δύο φαινόμενα/χαρακτηριστικά που τείνουν να αναχθούν σε κανόνα ύφους και στυλ του σύγχρονου τραγουδιού. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος, τα δύο αυτά "μοτίβα" είναι η σάχλα και η σοβαροφάνεια. Και τα δυο, παιδιά του σωλήνα της αγοράς, επικυρώνουν το τραγικό αδιέξοδο του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού και την κατάλυση κάθε νοήματος και κάθε μηνύματος και κάθε δημιουργικής λειτουργίας που θα μπορούσε να επιτελέσει σήμερα αυτό το τραγούδι.

Ι. Σάχλα

Ας περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, κι ας ακούσουμε την επανεκτέλεση του "Η Μπόσα Νόβα του Ησαΐα", ενός από τα πολλά όμορφα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά από τα μέσα της δεκαετίας του '90, από την Μαρίζα Ρίζου. Η εκδοχή κυκλοφόρησε στα τέλη του 2011.

Λοιπόν, πλάι στην εξαίρετη, μεταλλική φωνή της, αυτό που μου βγαίνει μέσα από το βίντεο-κλιπ και τις ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές επιλογές της επανεκτέλεσης είναι η - ναι, σωστά μαντέψατε - σάχλα. Το σύμπαν εδώ αποπνέει ένα πρότυπο ελαφρότητας και ρηχότητας, εκφράζοντας μια τρομακτική αναντιστοιχία στίχου και ύφους. Είναι σαν να μην υπάρχουν οι στίχοι, σαν να έπρεπε απλώς να μπουν με το στανιό τα πνευστά και το τέμπο το ζωηρούλικο. Έτσι ίσως εξηγείται και η παράλειψη κάποιων λέξεων από τους στίχους εδώ κι εκεί. Είναι σαν το τραγούδι να υπηρετεί την ανάγκη της Ρίζου και των εμπνευστών της επανεκτέλεσης να πουλήσουν "φρέσκο ήχο", και όχι βέβαια σαν ο ήχος να υπηρετεί το τραγούδι. Όσο για το βίντεο-κλιπ της κυρίας Κλαίρης Φαφούτη, υπηρετεί κι αυτό τον τελικό στόχο: την παραγωγή μιας αλά Amelie αίσθηση "δροσεράδας" και "αισιοδοξίας". Μια συμπαθητική φατσούλα που κουνάει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, ανέμελα, προπαντός ανέμελα. "Απογείωση", "ενέργεια", Amita motion κλπ. κλπ.

Τώρα, πώς γίνεται να ξεφαντώνει η καλλιτέχνιδα με "αν ζούσαμε σ' άλλη εποχή" και "θ' άλλαζε νόημα κι η Κυριακή / δεν θα 'ταν πια μελαγχολική" και "είναι το σπίτι μου άδειο", μόνο αυτή το ξέρει. Τι στο καλό, δεν υπάρχει κανένας λόγος που ο ίδιος ο Δεληβοριάς επέλεξε να βγάλει μια χαμηλόφωνη μπαλάντα με φλάουτο αντί για τρομπέτα; Τυχαία συνέβη αυτό; Ή μήπως έφταιγε η εποχή που δεν είχε κατανοήσει την αξία της ανεμελιάς και της ζωηράδας; Ναι, αυτό έγινε, αλλά ευτυχώς βρήκαμε το φως μας 20 χρόνια μετά. Για να σοβαρευτούμε, απλώς η αρχική σύλληψη του συγκεκριμένου τραγουδιού παραπέμπει σε μία περίοδο όπου το τραγούδι κρατούσε - ακόμη - μία ενότητα περιεχομένου και μορφής. Αυτή η ενότητα έχει καταλυθεί, και πλέον πρέπει με το ζόρι να κουνάμε την κεφάλα μας πάνω-κάτω χαμογελώντας και ξεφαντώνοντας, ανεξάρτητα από το τι λένε οι στίχοι και τα νοήματα. Μία σαλάτα, ούτε καν χωριάτικη, αλλά μπανάλ μικροαστική, αιωνίως "φοιτητική", δηλαδή καταναλωτική.

Να είμαστε όμως ήρεμοι, και προπαντός μετριοπαθείς. Η αλά Ρίζου σαχλίτσα είναι πταίσμα μπροστά στη χυδαία σάχλα ενός Κωστή Μαραβέγια και της πιο χαμηλά Λόλας του. Εκεί δεν μιλάμε για σαχλίτσα αθώα και συμπαθητική - μέσα στη σύγχυσή της - αλλά για το απόλυτο μηδέν, για το Πετρο-Κωστοπουλιστάν του τραγουδιού, για τη φρικαλέα ελαφρότητα της αισθητικής χούντας. Αν αυτό είναι το "εναλλακτικό", σκέψου πώς είναι δηλαδή το mainstream.

ΙΙ. Σοβαροφάνεια

Δεν μπορεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του Τζωρτζ Όργουελ και του Ρέι Μπράντμπερι να υπάρχει καταναλωτική χειραγώγηση της κοινωνίας μόνο με σάχλα. Δεν είναι ηλίθιο το σύστημα, γνωρίζει καλά ότι πρέπει να ηγεμονεύσει όχι μόνο επί των ταπεινών ενστίκτων αλλά και επί της όποιας ανάγκης για σκέψη και ανάλυση της πραγματικότητας. Και έρχεται εκεί και κολλάει η σοβαροφάνεια, και έτσι φτιάχνουμε ένα ωραίο δίπολο απ' το οποίο δεν ξεφεύγει κανείς. Για κάθε Γιώργο Λιάγκα, δηλαδή, υπάρχει κι ένας Σταύρος Θεοδωράκης. Είναι σαν τον πόλεμο και την ειρήνη κατά Μπρεχτ: "η ειρήνη τους σαρώνει ό,τι άφησε όρθιο ο πόλεμος", ή κάτι τέτοιο. Και για να μιλάμε με παραδείγματα, δεύτε λάβετε το νέο βίντεο-κλιπ των Αλχημιστών όπου επανεκτελούν (εκτελούν  δηλαδή κανονικά και με Καλάσνικωφ) την τραγουδάρα του Νίκου Ζιώγαλα από το 1990.

Εδώ η δουλειά του σχολιαστή είναι ευτυχώς απείρως ευκολότερη. Τι να σχολιάσει κανείς; Το πράγμα σπαρταράει, μιλάει από μόνο του. Τουριστικό μπουζουκάκι και μπιτάκι, χορεύτριες-μοντέλα με καλλίγραμα πόδια που για κάποιο άγνωστο λόγο ανεβοκατεβάζουν μια κορδελίτσα, και τα μέλη του συγκροτήματος που έχουν καταπιεί σκουπόξυλο και ατενίζουν με ύφος υφηγητή φιλοσοφίας στη Σορβόννη το κενό. Και κάπου εκεί, σε αυτό το ανεκδιήγητο μνημείο κακογουστιάς, αστράφτει πού και πού και το προϊόν του αγίου σπόνσορά μας - μεγάλη η χάρη του. Με μία λέξη, όλο αυτό το αχαρακτήριστο πράγμα αποπνέει μία σοβαροφάνεια, εκτός κι αν μπορείς να χαρακτηρίσεις αλλιώς τη συνεχή εστίαση της κάμερας στο προφίλ του - εξοργιστικά ένρινου - ερμηνευτή που γυρίζει γύρω-γύρω, ανέκφραστος. Τι έπαθε ο άνθρωπος; Σαν τι κακο μαντάτο να τον βρήκε; Ποιο υπαρξιακό δράμα τον κατατρέχει; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ.

Η ανωμαλία της τερατογένεσης που λέγεται σύγχρονο ελληνικό τραγούδι βγαίνει με σαφήνεια μέσα από τις δύο αυτές επανεκτελέσεις. Η μία παίρνει την πειστικά οριοθετημένη μελαγχολία της αναπόλησης του παρελθόντος από τον Δεληβοριά και την κάνει παρτάκι. Η άλλη παίρνει την ενέργεια της ερωτικής έλξης και πλήρωσης από τον Ζιώγαλα, και την κάνει φιλοσοφημένο υφάκι, μόστρα και παθητικότητα. Η ρίζα του προβλήματος; Η ιδεολογική σύγχυση μετατρέπεται σε αισθητική σύγχυση και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. 

ΙΙΙ. Όλα αρχίζουν

Σε μία από τις λευκές νύχτες στο προαύλιο της ΕΡΤ (τις πραγματικά λευκές, τις φωτισμένες από συντροφικότητα, όχι τις χλωμιασμένες στην Ερμού με τις πλαστικές τσάντες και τα αγχωμένα βλέμματα), είχα πετύχει την εξαίρετη Νατάσα Μποφίλιου να βρίσκεται επί σκηνής (και μπράβο της!) μαζί με τον Θέμη Καραμουρατίδη στο πιάνο. Η αίσθησή μου - ήταν άραγε και δική τους; - ήταν ότι δεν υπήρχε ούτε ένα τραγούδι στο ρεπερτόριο τους που να μπορούσε να εκφράσει την ένταση και το νόημα της στιγμής. Βρίσκονταν και οι δυο τους εκτός τόπου και χρόνου. Και κατέληξε η Μποφίλιου να τραγουδάει μπροστά στο πλήθος "τίποτα σημαντικό / ζω μονάχα εν λευκώ", και από κάτω τα νέα παιδιά να έχουν σηκωμένα τα χέρια τους προς τα πάνω και να επαναλαμβάνουν τους στίχους: "τίποτα σημαντικό / ζω μονάχα εν λευκώ". Ειλικρινά σας λέω, κάτι έσπασε μέσα μου βλέποντας δεκάδες νέους ανθρώπους να υψώνουν τις γροθιές τους σε αυτούς τους στίχους - και στους υπόλοιπους...

Σε μία τέτοια κατάσταση, το αίτημα για λίγο νόημα μοιάζει περίπου επαναστατικό. Λίγη ενότητα νοήματος, λίγο νόημα, ναι! Να, όπως ας πούμε αυτό που εμφανίζεται στο αρχικό βίντεο-κλιπ του τραγουδιού "Πάρε με απόψε" (υπάρχει και η φοβερή πρώτη εκτέλεση του Ζιώγαλα ολομόναχου, απ' την οποία όμως δεν έχουμε κλιπάκι). Παρατηρήσεις στα γρήγορα: βλέπω κόσμο, δρόμο, αστικό χώρο που μοιραζόμαστε εσύ κι εγώ, δηλαδή ζωή που μοιραζόμαστε εσύ κι εγώ, και συναντιόμαστε αναγκαστικά - ευτυχώς - μέσω αυτής. Βλέπω χαμόγελο και μελαγχολία μαζί, γιατί αυτά τα δύο είναι αξεχώριστα, βλέπω ανθρώπους νεαρούς και ανθρώπους ηλικιωμένους - ναι, γερνάμε κάποτε, τι να κάνουμε -, βλέπω ανθρώπους μαύρους και άσπρους που φιλιούνται και χρησιμοποιούν τα σώματά τους ..."σωματικά", και όχι ορθο-στημένοι σαν σφουγγαρίστρες, βλέπω δέρμα και ερωτισμό και πάθος, και πάνω απ' όλα βλέπω μία ομαλή σύνδεση ανάμεσα στο νόημα του τραγουδιού, στην εικόνα και στον ήχο. Όσο για το τι ακούω; Φυσικό ήχο και μουσική μπάντας, και όχι εργαστηρίου. Ουφ, το ακούς το τραγούδι και νιώθεις φρέσκο αεράκι, κι ας έχεις κλειστά μες στο καταχείμωνο.

Επίλογος. Το "Έθνος" αυτή την περίοδο πουλάει Καζαντζάκη κι εγώ αγοράζω. Στο τέλος του "Τελευταίου Πειρασμού" ο μεγάλος φιλόσοφος γράφει:

"Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά:
- Τετέλεσται!
Κι ήταν σα να 'λεγε: Όλα αρχίζουν".

Λοιπόν, κάπου εκεί, μεταξύ σάχλας και σοβαροφάνειας, μεταξύ της μιας επανεκτέλεσης και της άλλης, μεταξύ της προκάτ "δροσεράδας" και της άλλο τόσο προκάτ "ενατένισης", κάτι θα βγει και κάτι θα αρχίσει, κάποτε. Μέχρι τότε, το κλείσιμο αυτιών και οθονών μοιάζει σαν μια απολύτως λογική απόφαση.

ηρ. οικ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: