Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Το στοιχειωμένο κεφάλαιο 7 από "Το Κουτσό" του Κορτάσαρ



Julio Cortázar, Rayuela, 1963 (Capítulo 7)

7.

Toco tu boca, con un dedo toco el borde de tu boca, voy dibujándola como si saliera de mi mano, como si por primera vez tu boca se entreabriera, y me basta cerrar los ojos para deshacerlo todo y recomenzar, hago nacer cada vez la boca que deseo, la boca que mi mano elige y te dibuja en la cara, una boca elegida entre todas, con soberana libertad elegida por mí para dibujarla con mi mano en tu cara, y que por un azar que no busco comprender coincide exactamente con tu boca que sonríe por debajo de la que mi mano te dibuja.

Me miras, de cerca me miras, cada vez más de cerca y entonces jugamos al cíclope, nos miramos cada vez más de cerca y los ojos se agrandan, se acercan entre sí, se superponen y los cíclopes se miran, respirando confundidos, las bocas se encuentran y luchan tibiamente, mordiéndose con los labios, apoyando apenas la lengua en los dientes, jugando en sus recintos donde un aire pesado va y viene con un perfume viejo y un silencio. Entonces mis manos buscan hundirse en tu pelo, acariciar lentamente la profundidad de tu pelo mientras nos besamos como si tuviéramos la boca llena de flores o de peces, de movimientos vivos, de fragancia oscura. Y si nos mordemos el dolor es dulce, y si nos ahogamos en un breve y terrible absorber simultáneo del aliento, esa instantánea muerte es bella. Y hay una sola saliva y un solo sabor a fruta madura, y yo te siento temblar contra mí como una luna en el agua.


***

7.

Αγγίζω το στόμα σου, μ’ ένα δάχτυλο αγγίζω την άκρη απ’ το στόμα σου, το σχεδιάζω σαν να γλιστράει απ’ το χέρι μου, σαν να μισανοίγει το στόμα σου για πρώτη φορά και μου αρκεί να κλείσω τα μάτια για να τα σβήσω όλα και να ξαναρχίσω, κάνοντας κάθε φορά να γεννηθεί το στόμα που θέλω, το στόμα που διαλέγει το χέρι μου και το σχεδιάζω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα διαλεγμένο ανάμεσα στ’ άλλα, με κυρίαρχη ελευθερία επιλεγμένο από μένα, σχεδιασμένο απ’ το χέρι μου στο πρόσωπό σου, και το οποίο από τύχη που δεν ψάχνω να καταλάβω ταιριάζει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από το χέρι μου που το σχεδιάζει.

Με κοιτάζεις, με κοιτάζεις από κοντά, κάθε φορά και πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε κάθε φορά πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν έτσι που επικαλύπτονται και οι κύκλωπες κοιτάζονται, αναπνέουν μπλεγμένοι, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν γλυκά, δαγκώνοντας τα χείλη, στηρίζοντας σχεδόν τη γλώσσα στα δόντια, παίζοντας στα κελύφη τους εκεί όπου ένας αέρας βαρύς έρχεται και φεύγει μ’ ένα άρωμα παλιό και σιωπή. Τότε τα χέρια μου ψάχνουν να βουλιάξουν στα μαλλιά σου, χαϊδεύοντας αργά το βάθος τους, ενώ φιλιόμαστε σαν να είναι το στόμα μας γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, με κινήσεις έντονες και άρωμα σκοτεινό. Και αν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός και αν πνιγόμαστε σ’ ένα σύντομο και τρομερό κύμα της ανάσας μας, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι ομορφιά. Και υπάρχει ένα μόνο σάλιο και μια γεύση ώριμου φρούτου και σε νοιώθω να τρέμεις πάνω μου σαν το φεγγάρι στο νερό.


Μετάφραση: Ειρήνη Φιλιππίδου 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπημένο