Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Συνέντευξη με τον Χρήστο Κολοβό




Χρήστος Κολοβός:

«Η εταιρεία με αντιμετώπισε περίπου σαν UFO»




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Μία σύντομη αλλά περιεκτική κουβέντα με τον Χρήστο Κολοβό σχετικά με το δίσκο «σ’ αυτόν τον τόπο που άλλαξε χρώμα», ένα έργο που λάμπρυνε με την παρουσία του την έντεχνη τραγουδοποιία των 1990s.
  

Εμφανιστήκατε στη δισκογραφία μαζί με τον αδερφό σας, Κώστα Κολοβό, με ένα δίσκο αξιώσεων: «Σ’ αυτόν τον τόπο που άλλαξε χρώμα». Αυτό έγινε το 1998. Τι ακολούθησε; Που οφείλεται η μετέπειτα απουσία σας από τα δισκογραφικά πράγματα;

Ο συγκεκριμένος δίσκος παραήταν βαρύς - ας μου επιτραπεί η έκφραση - για το στομάχι της εταιρείας. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε λόγω της υπομονής και της επιμονής του Θάνου Μικρούτσικου. Οι εταιρείες δίσκων ήταν και είναι εχθρός των καλλιτεχνών· έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αν όχι το μεγαλύτερο, για την κατάντια του ελληνικού τραγουδιού, και κατ’ επέκταση της δισκογραφίας. Θεωρούν και θεωρούσαν τον καλλιτέχνη σκουπίδι και μιας χρήσης. Οι εταιρείες δίσκων στην δεκαετία του ’90 δεν είχαν το όραμα του Πατσιφά και του Λαμπρόπουλου· το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το κέρδος, και μόνο αυτό. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ότι δεν μας ξαναδόθηκε η δυνατότητα μιας δεύτερης δισκογραφικής δουλειάς.

Πώς και πότε άρχισαν να γράφονται αυτά τα τραγούδια; Και πώς και πότε ξεκινά η εμπλοκή σας με το τραγούδι γενικότερα;

Γενικώς πειραματιζόμασταν από μικρή ηλικία με την σύνθεση με τούς ήχους, επηρεασμένοι βαθιά από τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, αργότερα με τον Μικρούτσικο, τον Μούτση, τον Σαββόπουλο και άλλους. Τα τραγούδια αυτά καθώς και άλλα που δεν μπήκαν στο στούντιο έχουν γραφεί  σε μία περίοδο 20 χρόνων. Επαγγελματικά, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε μετά τα 25. Από τότε αρχίσαμε τις κρούσεις στις δισκογραφικές εταιρείες με στόχο έναν δίσκο, άλλα οι απογοητεύσεις ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Γύρω στα 1997 αποφασίζουμε να σταματήσουμε αλλά εκείνο το καλοκαίρι γνωρίζουμε τον Μικρούτσικο.

Ο οποίος ανέλαβε την παραγωγή του δίσκου! Πώς πρωτοσυναντηθήκατε, και τι αποκομίσατε από την επαφή και τη συνεργασία μαζί του;

Με τον Θάνο γνωριστήκαμε στην Άφυτο της Χαλκιδικής. Οι γονείς μας διατηρούσαν μία ταβέρνα εκεί, και ο Μικρούτσικος ήρθε για να φάει. Εμείς εκείνο το διάστημα είχαμε ένα πιάνο στο μαγαζί· πήγα και του ζήτησα εάν είχε την καλοσύνη να μας παίξει κάτι. Συγκεκριμένα, ζητήσαμε αν θυμάμαι καλά κάτι από τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ». Ο Μικρούτσικος ξαφνιάστηκε, σηκώθηκε και τραγούδησε το «Άννα μην Κλαίς», και τους «Εφτά Νάνους», και εγώ αν θυμάμαι καλά είπα την «Μπαλάντα του ξεσηκωμού» από τη «Φουέντε Οβεχούνα». Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά και ανανεώσαμε το ραντεβού για την Αθήνα αυτή τη φορά, για να ακούσει δικά μας τραγούδια.

Αυτό πού αποκόμισα απ τον Θάνο κατά την παραμονή μας στην Αθήνα ήταν οι συμβουλές του.  Θυμάμαι που έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου: «τώρα που θα τελειώσει ο δίσκος, δεν θέλω να σας δω σε πρωινά καφέ και βραδινά λικέρ». Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ότι αγαπάει τραγούδια άλλων συνθετών· χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν ακούσει ένα τραγούδι άλλου συνθέτη πού του αρέσει.

Το τραγούδι «Έρωτας για την Άφυτο» είχε λάβει το Γ’ Βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, το 1995. Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη διοργάνωση, και πώς αποτιμάτε το συγκεκριμένο θεσμό;

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κοιτάζοντάς το τώρα από απόσταση, πιστεύω ότι δεν έπρεπε να σταματήσει, με όλες τις παθογένειες και τις αδυναμίες που κουβαλούσε: ανεξήγητα μεγάλη ορχήστρα - κατάλοιπο άλλων καιρών - ψευτογκλαμουριά, πολύ δήθεν, και το κυριότερο, υπήρχε αδυναμία της μετέπειτα προβολής των καλλιτεχνών. Όμως, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχουν διαγωνιστεί τραγούδια σταθμός που άφησαν εποχή, έχουν περάσει όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, και σε τελική ανάλυση προτιμώ το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το αίσχος της Eurovision.

Ένας από τους κεντρικούς άξονες της θεματικής των τραγουδιών σας είναι οι παραστάσεις του τόπου καταγωγής σας: Άφυτος Χαλκιδικής. Πώς επηρέασε η μνήμη της ελληνικής επαρχίας το έργο σας;

Νομίζω ότι ο δίσκος είναι γεμάτος εικόνες ελληνικής επαρχίας: αδιέξοδοι έρωτες, μοναξιά....αλλά και φύση, ήρεμη ζωή, καθαρά βλέμματα, έμπνευση δίπλα στη θάλασσα.

Αν και η πλειοψηφία των τραγουδιών σας είναι μπαλάντες, εντύπωση μου προκάλεσαν δύο λαϊκές δοκιμές σας: «Θα μείνει αυτό που αγαπάς» και «Κι όλο με πάει». Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια του «λαϊκού»;

Πάντα μας απασχολούσε το λαϊκό τραγούδι. Μας γοήτευε το γεγονός πώς ένας συνθέτης που έγραφε κατεξοχήν μπαλάντες μπορούσε να γράψει και ένα λαϊκό τραγούδι. Ας μην ξεχνάμε ότι τα καλύτερα λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν από ανθρώπους που έγραφαν κυρίως άλλη μουσική, στην μετά Τσιτσάνη εποχή: ο Θεοδωράκης με τα υπέροχα «Λαϊκά» του, ο Λοΐζος με τον «Καφενέ», ο Μικρούτσικος με την «Πιρόγα», ο Μούτσης με το «Δε λες κουβέντα», κι ο Σαββόπουλος με το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Βέβαια τα 3 τελευταία τραγούδια που ανέφερα δεν είχαν ακριβώς λαϊκό ήχο, και χρησιμοποίησαν το μπουζούκι ως συνοδευτικό όργανο και όχι σαν κυρίως όργανο στην σύνθεση του κομματιού. Κάτι τέτοιο είχαμε στο μυαλό μας όταν γράφαμε τα 2 αυτά λαϊκά τραγούδια του δίσκου. Μάλλον δεν τα καταφέραμε αρκετά, διότι στην δική μας περίπτωση ο ήχος του μπουζουκιού είναι κυρίαρχος.

«Ψεύτικα λόγια, χάρτινα τραγούδια» γράφατε το ’98. Πώς σας φαίνεται η κατάσταση της ελληνικής δισκογραφίας σήμερα; Βλέπετε φως από κάπου, ή πουθενά;

Δεν υφίσταται πλέον ελληνική δισκογραφία, ας μη γελιόμαστε. Οι κύριοι υπεύθυνοι, όπως προανέφερα, ήταν και είναι οι δισκογραφικές εταιρείες. Θα σου πω Ηρακλή ένα πρόσφατο παράδειγμα. Πριν ένα χρόνο, πήρα την απόφαση να ξαναεκδώσω τον δίσκο· ήθελα να τον κάνω μια καλύτερη ηχητική επεξεργασία και να τον βγάλω εκ νέου στο εμπόριο. Η εταιρεία με αντιμετώπισε περίπου  σαν UFO. Σαν να μη φτάνει αυτό, ζήτησα να μάθω που βρίσκονται τα πνευματικά μου δικαιώματα από την στιγμή που δεν υφίσταται η Ε.Μ.Σ.Ε.,  η εταιρεία πνευματικών δικαιωμάτων. Και ακόμη απάντηση δεν πήρα… Απίστευτο και όμως ελληνικό! Δεν ξέρω που βρίσκονται τα πνευματικά μου δικαιώματα και η εταιρεία εξακολουθεί να πουλάει ηλεκτρονικά τα τραγούδια μου χωρίς καν να μ’ ενημερώσει; Το μέλλον σίγουρα βρίσκεται στο διαδίκτυο. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα. Ας βγάλουμε τα τραγούδια μας ηλεκτρονικά με χαμηλό αντίτιμο, και με μια καλή διαφήμιση ευελπιστώ πως ο κόσμος θα ανταποκριθεί.





Δεν υπάρχουν σχόλια: