Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Συνέντευξη με τη Βάσω Δημητρίου





Βάσω Δημητρίου:

"Σήμερα έχουμε τη λογοκρισία των λίγων λέξεων και της άγνοιας"



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τ. 151, Μάιος 2008)


Συναντήσαμε την κατά Σαββόπουλο «κιθαρού μας», την κιθαρίστρια, ενορχηστρώτρια και συνθέτρια Βάσω Δημητρίου, λίγο πριν βγει στη σκηνή του Polis Theatre. Συνεργάτιδα δημιουργών όπως ο Μικρούτσικος, ο Σαββόπουλος, ο Θ. Παπακωνσταντίνου, ο Θηβαίος, ο Ανδρέου, ο Κιουρτσόγλου και ο Καπηλίδης, έχει βάλει το χεράκι της σε δίσκους όπως τον πολύ-αναμενόμενο «Σαμάνο», «Υπέροχα Μονάχοι», «Μόνο νερό στη ρίζα» και «182». Η ίδια λέει ότι έχει ένα τυχερό άστρο που την οδηγεί. Ίσως είναι το ίδιο άστρο που μας οδήγησε στη γνωριμία μαζί της, με τη σεμνότητα και την αισθητική της.



Πως σας φαίνεται η συνεργασία Σαββόπουλου–Παπακωνσταντίνου;


Είναι μέρος του τυχερού μου άστρου. Είναι όνειρα και ευχές που πραγματοποιούνται και εγώ είμαι πανευτυχής γι’ αυτό. Τα πιο ενδιαφέροντα χρώματα βγαίνουν από μίξεις αντιθέτων, όταν αυτές οι μίξεις και τα αντίθετα συνυπάρχουν σε κάτι αρμονικό. Ο Θανάσης εκπροσωπεί μια ιδιόμορφη μουσική και στιχουργική σχολή, είναι αυτόνομος σε αυτό που κάνει, όπως και ο Διονύσης πέρα από την ιστορία του. Το ότι αυτοί οι δύο συνυπήρξαν με τόσο παράλληλους και σχεδόν αντίθετους δρόμους είναι μια μεγάλη επιτυχία. Και χαίρομαι που είμαι μέρος αυτού του προτεινόμενου ήχου.

Πότε πιάσατε για πρώτη φορά μουσικό όργανο;

Ήμουν έξι-εφτά χρονών όταν ξεκίνησα με ένα ψεύτικο πιανάκι. Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν μουσικά όργανα καθώς ζούσαμε στην επαρχία. Μου πήραν μια πολύ μικρή κιθάρα αλλά δεν είχα δάσκαλο και περίμενα τα μουσικά διαλείμματα της ΕΡΤ για να ακούσω κάποια τραγούδια. Μου άρεσε πολύ η Αρλέτα τότε. Βλέποντάς την, ανακάλυψα το δακτυλισμό και το κούρντισμα της κιθάρας. Αυτή την πορεία ακολούθησα για πολλά χρόνια ως αυτοδίδακτη ενώ αργότερα έκανα μαθήματα κλασικής κιθάρας και αρμονίας. Τελικά έφυγα στην Αμερική για μουσικές σπουδές, τζαζ κιθάρα, ενορχήστρωση, μουσική κινηματογράφου και τηλεόρασης. Έζησα και δούλεψα για έντεκα χρόνια στο Λος Άντζελες.

Ποια ήταν τα παιδικά σας ακούσματα;


Ο πατέρας μου άκουγε Nat King Cole και η μητέρα μου Τσιτσάνη. Ζω μόνιμα σε καταστάσεις αντιθέσεων. Η επιλογή της τζαζ ξεκίνησε από τον πατέρα μου και η επιλογή να κρατάω μπουζούκι από τη μητέρα μου. Όλα τα μετέπειτα ψαξίματα και ακούσματα ήταν φυσικά και επόμενα. Απ’ τη στιγμή που ενδιαφέρεσαι για ένα αντικείμενο, όσο επιμένεις –δε λέω «εμβαθύνεις», γιατί θεωρώ τον εαυτό μου απλά ερασιτέχνη– η επιμονή σε φέρνει σε νέους δρόμους, καλλιεργεί την επόμενη νότα, πρόταση, μέρα. Η επιμονή μου έφερε διάφορα όργανα στο χέρι, όλα έγχορδα. Καταπιάστηκα με πνευστά, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να τρομάξω τα περιστέρια της γειτονιάς. Υπήρξαν ενδιάμεσα ακούσματα που με οδήγησαν να κρατάω μπουζούκι, τζουρά, δεκάχορδο τενόρο μπουζούκι –μια πρωτότυπη κατασκευή- κιθάρα ακουστική, κλασική, finger-style.

Από όλη αυτή τη σειρά των εγχόρδων, ποιο αγαπάτε περισσότερο;

Όποιο κρατάω στα χέρια μου εκείνη τη στιγμή. Υπήρξαν εποχές που είχα εμμονές. Δηλαδή, θα κρατούσα μόνο το μπουζούκι στα χέρια μου, ίσως και την κιθάρα, αλλά αντιληπτή μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα και χρώμα. Ένα διάστημα ήθελα να ακούω μόνο τζαζ κιθάρα. Αυτή η εμμονή είναι υγιής για να σε οδηγήσει να κατανοήσεις κάποιες βασικές μουσικές δομές, τι είναι η αρμονία, τι είναι ο ρυθμός. Ξεκινάει το όργανο σαν ένα εργαλείο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο και αποδίδεις αυτό που κουβαλάει η ψυχή σου.

Υπάρχουν κιθαριστές που επηρέασαν τη μουσική σας παιδεία;


Αρχικά άκουγα John Williams και Julian Bream στην κλασική κιθάρα. Μετά άκουσα βραζιλιάνικη κιθάρα μέσα από την cool εποχή της τζαζ, Stan Getz και Antonio Carlos Jobim. Μαγεύτηκα από αυτό τον ήχο, άλλαξε όλος μου ο κόσμος. Ύστερα η κιθάρα άρχισε να μετατρέπεται σε ακουστική χωρίς να θυσιαστεί η μουσικότητα και η τεχνική. Δεν θεωρώ ότι η επόμενη μέρα είναι καλύτερη από την προηγούμενη, είναι απλά διαφορετική. Μπορείς να έχεις τη μνήμη της κλασικής κιθάρας αλλά μια συγκεκριμένη εποχή να ακούς progressive τζαζ.

Πόσο σας διαμόρφωσε η επαφή σας με τη τζαζ;


Η τζαζ ήταν ένα συμπτωματικό βήμα για μένα, δεν τη θεωρώ απαραίτητα την καλύτερη μουσική. Δεν υπάρχει καλύτερη μουσική και αυτό μου πήρε πολλά χρόνια για να το δω. Ευχαριστώ την καλή τύχη που έφερε στο δρόμο μου τη τζαζ γιατί μέσα από αυτήν αντιλήφθηκα μια πιο σύγχρονη ματιά της δυτικής αρμονίας. Όμως, αυτό υπήρξε η μεγαλύτερή ευχή και κατάρα. Ακριβώς επειδή απαίτησε τόσα πολλά από τη ζωή μου, ήταν δύσκολο να την απαρνηθώ και να δω μια άλλη απλότητα, πράγμα που μου έμαθε ο Θάνος Μικρούτσικος. Έλεγε: «Βάσω, μην παίζεις τόσες πολλές νότες στα ακόρντα!». Μέσα απ’ αυτόν έμαθα τι πρέπει να υπονοώ περισσότερο παρά να παίζω. Και του είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

Από την τζαζ στον Σαββόπουλο και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου… Συναρπαστική διαδρομή!

Εάν είσαι Έλληνας μουσικός, έχεις κάποια ελληνικά ακούσματα, βρίσκεσαι στο εξωτερικό και επανέρχεσαι στην Ελλάδα, τότε είναι αδύνατον να αποφύγεις τον Σαββόπουλο διαχρονικά, όπως είναι αδύνατο να αποφύγεις και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να μη σου αρέσει, δεν μπορείς να τον αγνοήσεις όμως. Έτσι και αλλιώς, εμένα μου αρέσει πολύ η μουσική του Θανάση. Τον γνώρισα μέσα από τον Χρήστο Θηβαίο παλαιότερα, είχε κάνει μουσική για μια θεατρική παράσταση που λεγόταν «Το ημερολόγιο της Άννας» όπου συμμετείχα ως μουσικός και εγώ. Το είχα πάντα στην άκρη του μυαλού μου και έλεγα ότι με αυτόν τον άνθρωπο θα ήθελα πολύ να παίξω μουσική. Ήρθα στην Ελλάδα και αυτά που θεωρούσα σε όλη μου τη ζωή σημαντικά τα έζησα, μαζί με τις προεκτάσεις τους, τους νέους ανθρώπους, την νέα γενιά τραγουδοποιών όπως ο Θανάσης, ο Χρήστος.






Υπήρξατε δασκάλα κιθάρας του Θηβαίου. Τι επιδιώκει ένας δάσκαλος;


Σαν δασκάλα, ο μοναδικός μου στόχος ήταν να κρατάω τον μαθητή -από τον αρχάριο μέχρι και τον πιο προχωρημένο- σε έμπνευση και εγρήγορση. Ο Χρήστος είναι μια πολύ σπάνια περίπτωση τραγουδοποιού. Έχει μια πολύ καλή εντύπωση αρμονίας και μελωδίας και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τον είχα μαθητή. Ο Χρήστος Θηβαίος είναι μια πολύ σπάνια περίπτωση τραγουδοποιού. Έχει μια πολύ καλή εντύπωση αρμονίας και μελωδίας, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τον είχα μαθητή. Κάναμε περισσότερο συζητήσεις πάνω στο μουσικό αντικείμενο, στην αντίληψη, είτε μέσα από έννοιες χρωμάτων, είτε μέσα από έννοιες λόγου. Τώρα μιλάμε για τη μουσική με λόγια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για την αρμονία με λόγια, χωρίς μουσικούς όρους. Ακούς μια ανοιχτή συγχορδία, τι σου θυμίζει; Εμένα μου θυμίζει ότι ανοίγει το σύννεφο, και το λέω απλοϊκά. Είχαμε ατέλειωτες συζητήσεις που αφορούσαν κυρίως τη σύνθεση και τη χρήση της κιθάρας σαν συνθετικό εργαλείο. Κάτι που ο Χρήστος επαναλαμβάνω ότι το είχε ήδη.

Τι κάνει έναν μουσικό, καλό μουσικό; Τι κάνει κάποιον…Κιουρτσόγλου;


Αναφέρεις έναν άνθρωπο στον οποίο χρωστάω όλο το ταξίδι στην Αμερική. Με το Γιώτη φύγαμε μαζί, τον ξέρω από παιδί και είμαστε φίλοι εδώ και 25 χρόνια. Σχεδόν επενέβηκα σε ένα δίλημμα που είχε αν θα γινόταν ηλεκτρολόγος ή μουσικός…κανείς δεν ξέρει το μεγάλο του ταλέντο στα ηλεκτρονικά! Ευτυχώς έγινε μουσικός. Του οφείλω πάρα πολλά, είναι ένας μέντοράς μου.


Η απάντησή μου στην ερώτησή είναι: ένστικτο. Το ένστικτο συνδυασμένο με ταλέντο καλλιεργείται και καταλήγει σε θαύματα. Ως ταλέντο θα μπορούσα να ορίσω την αντίληψη και την τοποθέτηση μέσα στο μουσικό χωροχρόνο. Το ταλέντο αναφέρεται ακόμα και στην απλή αντιγραφή ενός κομματιού όπως το ακούει κάποιος σε μια πιστή αναπαραγωγή. Επίσης, ταλέντο είναι η διορατικότητα, το τι άλλο θα μπορούσες να βάλεις σαν προσωπικό στοιχείο επάνω σε ένα δεδομένο υλικό. Αλλά το ένστικτο έχει να κάνει με συνδυασμό πολλών πραγμάτων. Έχει να κάνει με αισθητική, έχει να κάνει με την αντίληψη της πιστής αντιγραφής, και την αντίληψη και την ερμηνεία του τι θα χωρέσει τι σε που. Τολμώ να πω ότι το ένστικτο και η αισθητική είναι τα πρωταρχικότερα όλων. Γιατί λίγο-πολύ υπάρχει πολύς κόσμος με μουσική αντίληψη, αλλά όχι τόσο με αισθητική. Ζούμε στο χώρο της αντιγραφής, και το να απαρνηθείς ακούσματα, να απαρνηθείς κάτι που σου μοιάζει ότι είναι το σωστό, να κάτσεις να βρεις τη ρίζα του, να δεις πόσες φορές το έχεις ξανακάνει στη ζωή σου ακριβώς ίδιο, να απαρνηθείς τα ίδια σου τα μοτίβα είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Αυτό το τοποθετώ στη γωνία του ενστίκτου.

Τι προσβάλλει την αισθητική σας στο ελληνικό τραγούδι;


Υπάρχουν πολλά πράγματα στο ελληνικό τραγούδι που προσβάλλουν την αισθητική μου αλλά και πολλά που την τιμούν. Εγώ βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Είμαι πολύ αισιόδοξη, ίσως γιατί έχω γνωρίσει πολλά νέα, ταλαντούχα άτομα. Υπάρχει μια καινούργια γενιά αγνώστων παιδιών, οι οποίοι έχουν πάρει τις σπουδές τους στα σοβαρά και έχουν μάθει σημαντικά πράγματα, είτε σαν εκτελεστές, είτε σαν συνθέτες. Είμαι ενθουσιασμένη από τη νέα γενιά.

Αλήθεια, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ενορχηστρωτή;


Ενορχηστρώνω σημαίνει αναθέτω στο μέλος μιας ορχήστρας να κάνει κάτι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια συνθετική ιδέα και στην απόδοσή της από μία ορχήστρα. Αν σε ένα τραγούδι με φωνή και κιθάρα προστεθεί άλλη μια κιθάρα, γίνεται σχεδόν ένα άλλο κομμάτι. Το πεδίο είναι πολύ μεγάλο και ο ρόλος ενός ενορχηστρωτή είναι να έχει ακούσματα και να κρατάει προσωπικές σημειώσεις, όχι μόνο ακαδημαϊκές αλλά και προσωπικές. Η ενορχηστρωτική παλέτα είναι η παλέτα του γούστου σου, είναι το λεξιλόγιο που επιλέγεις. Είναι καλό να ακούς περισσότερα πράγματα για να μην εγκλωβιστείς στα ίδια όργανα και στις ίδιες αρμονίες.

Με ποια κριτήρια κάνετε τις ενορχηστρωτικές σας επιλογές;


Με μια μακροσκελή συζήτηση με τον τραγουδοποιό και συνθέτη. Απευθύνομαι σε όσους ανήκει το υλικό είτε ερμηνευτικά, είτε συνθετικά, με ένα ερωτηματολόγιο ανάλογο με το δικό σου. Οι άνθρωποι γίνονται διαλλακτικοί και εύκαμπτοι όταν κάποιος τους βάζει σε μια συζήτηση που πρέπει να εμβαθύνουν. Υπάρχει ένας διάλογος που μου αρέσει, και από εκεί καταλήγουμε στο τελικό αποτέλεσμα. Μετά συζητάμε ποια όργανα θα θέλαμε, καθώς και το πεζό ζήτημα του προϋπολογισμού. Εκεί αρχίζεις να συζητάς τον αριθμό των οργάνων, ή – αν είσαι τυχερός – το ποιοι επώνυμοι μουσικοί θα παίξουν. Εγώ ποντάρω πάρα πολύ σ’ αυτό. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καλύτερο μπάσο από τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, άρα το να επιλέξω τον Γιώτη αυτόματα μου λύνει τα χέρια καθώς δεν χρειάζεται να μπω στη διαδικασία να γράψω νότα προς νότα. Καταλήγω με μια συζήτηση με τους δημιουργούς, για να αποφασίσουμε τις βασικές μελωδίες και το χτίσιμο. Έρχονται οι μουσικοί και τους λέω «το σενάριο παιδιά είναι αυτό». Τους γράφω λοιπόν οδηγούς, και από ενορχηστρωτής όπου γράφω το σενάριο λέξη προς λέξη, γίνομαι σκηνοθέτης αφήνοντας τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν σε ένα θέμα με ορισμένες αυστηρές ατάκες.

Ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε στην καριέρα σας;


Ξεχωρίζω τις δουλειές που έκανα για κάποια ντοκιμαντέρ για την Ιρλανδική τηλεόραση καθώς και για το κανάλι PBS στο Λος Άντζελες. Είμαι άνθρωπος που έβλεπα πάντα πολύ κινηματογραφικά το ζήτημα της μουσικής. Είχαν ένα θέμα π.χ. για την αρχιτεκτονική στο Λος Άντζελες, την εποχή αρτ-ντεκό και τα ακροκέραμα, και έκανα μουσικές γι’ αυτά τα ντοκιμαντέρ. Χρειάστηκε να κάτσω να ακούσω συνθέτες από την εποχή του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, όπως ο Ralph Williams.

Και από τις ενορχηστρωτικές συνεργασίες στην Ελλάδα;


Δεν έχω κάνει πολλές συνεργασίες, τουλάχιστον όχι επώνυμες. Από τις επώνυμες ξεχωρίζω το «Μόνο νερό στη ρίζα» με τον Χρήστο Θηβαίο, και τον ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό. Φυσικά ξεχωρίζω και τη συνεργασία μου με τον Θάνο, αλλά ο Θάνος είναι ένας εμπειρότατος ενορχηστρωτής. Δεν θα μπορούσα να επέμβω στο έργο του καλύτερα από τον ίδιο. Ο Θάνος ξέρει να γράφει τα πάντα, και για τον εαυτό του δεν μπορεί κανένας να μιλήσει μουσικά καλύτερα από τον ίδιο. Επίσης, έχω κάνει δουλειές για underground φιλμάκια παιδιών, και φυσικά για δικά μου κομμάτια.

Τι σας έλκει ως μουσικό στον κινηματογράφο;


Η κρυφή χορογραφία σκηνής, που δύσκολα την αντιλαμβάνεσαι συνειδητά και πρέπει να κάτσεις να δεις μια σκηνή πολλές φορές για να καταλάβεις τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει την εικόνα να χορέψει στη μουσική που θα γράψεις. Η καλύτερη κινηματογραφική μουσική σκηνών είναι αυτή την οποία δε θυμάσαι μετά το πέρας του έργου. Υπάρχει η μουσική που τη γράφεις για τα κύρια θέματα και αυτή την αναλαμβάνουν οι γνωστοί συνθέτες, και οι μη γνωστοί συνθέτες αναλαμβάνουν τη μουσική σκηνών.

Συνθέτρια, κιθαρίστρια, ενορχηστρώτρια, δασκάλα. Μέσω ποιας ιδιότητας εκφράζεστε καλύτερα;


Μέσω της ιδιότητας στην οποία βρίσκομαι τη δεδομένη στιγμή. Πιστεύω ότι με το που μπαίνεις σε ένα ρόλο, αυτόματα κάνεις τα πάντα για να τον υποδυθείς όσο καλύτερα μπορείς και παίρνεις όποια πηγή και πληροφορία χρειάζεται προκειμένου να ανταποκριθείς. Να σου δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Το βράδυ που παίζουμε έχουμε κομμάτια που είναι μπαλάντες, λαϊκά, τζαζ. Το κάθε κομμάτι και το κάθε όργανο μου παίρνει ένα συγκεκριμένο χρόνο για να κλειδώσω στο ρόλο του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις δουλειές που μου αναθέτουν. Θέλει ο Διονύσης και ο Θανάσης κάποια ιδέα; Εγώ οφείλω να κάνω μια ολόκληρη δουλειά πάνω στο παρελθόν τους και να καταλάβω τι έχουν κάνει. Δεν είναι το τι ξέρω εγώ, είναι το τι ξέρουν αυτοί. Οπότε, πάντα έχω να μαθαίνω από αυτό που μου ζητάνε. Με πληρώνουν για να είμαι ο γνώστης της ερώτησης με την οποία τους προσεγγίζω.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια μίξη τζαζ μελωδιών με την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Πώς σας φαίνεται αυτό το ρεύμα;


Θεωρώ ότι βρίσκεται ακόμα στη φάση της ανάπτυξης, και χαίρομαι γιατί ήταν επιτέλους καιρός να γίνει. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει στην Ευρώπη εδώ και χρόνια. Ως και οι γείτονές μας οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι, έχουν εδώ και χρόνια βγάλει πολύ καλό jazz-mix με προσωπικά στοιχεία. Νομίζω ότι ήδη υπάρχουν αρκετά παιδιά που το κάνουν καλά αυτό, είμαστε σε πολύ καλό δρόμο. Μην ξεχνάμε ότι σε αυτό το χώρο έχουμε και εκπληκτικούς μουσικούς από το εξωτερικό που ζούνε πλέον στη χώρα μας, όπως ο Haik Υagitzian.

Τι σας φέρνει στο νου ο όρος «έθνικ»;


Από τη μία, αυτή η ταμπέλα πρέπει να ξεκίνησε από κάποια εταιρεία που ήθελε να πουλήσει ένα προϊόν. Από την άλλη, έχει γίνει συνώνυμο κάποιου ρεύματος και είναι κάπως χονδροειδές να το αγνοούμε. Έχουμε την τάση να γελάμε με καθετί για το οποίο είχαμε κάποτε περιέργεια, και αυτό το θεωρώ ένα ελληνικό μειονέκτημα. Έχουν γίνει εκπληκτικά πράγματα στο όνομα του «έθνικ». Πρέπει να γίνουμε πολύ συγκεκριμένοι για να πω κάτι καλό ή κάτι κακό. Και επειδή βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, μόνο καλά έχω να σου πω.





Έντεκα χρόνια στην Αμερική. Τι αποκομίσατε από αυτή την εμπειρία;


Ψυχραιμία για την Ελλάδα. Μου έμαθε τα ελαττώματά μου, ίσως γιατί δεν είχα ελληνικό κόσμο να με παρηγορήσει στα δύσκολα. Με προετοίμασε για το μέλλον το οποίο ζούμε τώρα σαν παρόν. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα το έχω δει τουλάχιστον 15 χρόνια πριν. Μου πρόσφερε καλούς φίλους και ονειρεμένους δασκάλους. Ο Σάντναμ Ραμγκότρα και ιδίως ο Τζίμι Μαχλής είναι παλιοί μου φίλοι από τότε. Η μοναξιά της Αμερικής σου δίνει μόνο αυτογνωσία ή απελπισία, και πολύ καλούς φίλους.

Η μοναξιά του δημιουργού τι δίνει;


Δεν νομίζω ότι υπάρχει μοναξιά στη δημιουργία. Όλοι μας είμαστε δημιουργοί, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο συνειδητά. Και εκ των πραγμάτων ο δημιουργός είναι συλλογικό πλάσμα· από τη στιγμή που μοιράζεται αυτό που έχει σκεφτεί, αυτόματα δεν είναι μόνος του.

Στην Αμερική ανακαλύψατε κάποια «ελληνικότητα» της μουσικής;


Βέβαια, δραματικά. Εγώ την ελληνική μουσική την ανακάλυψα στην Αμερική, και δεν είναι τυχαίο ότι μπουζούκι έμαθα εκεί. Εκεί ζητούσα από τη μητέρα μου να μου στείλει τις λαϊκές κασέτες για τις οποίες τη σνόμπαρα επί χρόνια, από Τσιτσάνη μέχρι Νικολόπουλο. Ελληνικότητα είναι η απλή αποθυμιά, η αποθυμιά του ξενιτεμένου. Ψάχνεις με κάθε τρόπο να είσαι πίσω, ιδίως τις δύσκολες στιγμές. Αλλά η Αμερική με έκανε να καταλάβω και κάτι άλλο· ότι είμαστε όλοι κάτοικοι του ίδιου παγκόσμιου χωριού.

Βλέπετε στην Ελλάδα ένα καθρέφτισμα της Αμερικής;


Είμαστε πολύ πιο Αμερικανοί από όσο νομίζουμε. Το βλέπω αυτό στον καταναλωτισμό μας, παρά τα αντι-Αμερικανικά μας αισθήματα. Ταυτίζουμε την Αμερική με τον μιλιταρισμό και αγνοούμε ένα μεγάλο κεφάλαιο, την προσφορά της χώρας αυτής στις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες. Συμμερίζομαι και εγώ τα αντι-μιλιταριστικά συναισθήματα. Πόσοι όμως από εμάς έχουν πολιτική συνείδηση για το τι γίνεται στην Ουγκάντα ή στο Θιβέτ; Μόνο με διαμαρτυρίες δεν κάνουμε τίποτα. Πρέπει να απευθύνουμε μια ερώτηση στον εαυτό μας: Τι κάνουμε εμείς στην καθημερινή μας πολιτική, πέρα από την κριτική προς τους άλλους; Ποια είναι η κριτική προς τον εαυτό μας;

Ποιες είναι οι πηγές έμπνευσής σας;


Τα πάντα, σε εφιαλτικό βαθμό. Αλλά αυτό που θέλω πάντοτε είναι να διακρίνω την πρόθεση του γράφοντος. Παλιότερα είχαμε τη λογοκρισία της χούντας. Σήμερα έχουμε τη λογοκρισία των λίγων λέξεων, τη λογοκρισία της άγνοιας, η οποία είναι και μουσική λογοκρισία αντίστοιχα. Φοβόμαστε να γράψουμε γιατί το έργο δε θα πουλήσει, γιατί δεν θα το καταλάβουν.

Βλέποντάς σας στη σκηνή σκέφτηκα το τραγούδι του Λοΐζου… «Κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι». Είναι η Βάσω Δημητρίου ροκ;


Βεβαίως και είμαι ροκ αλλά να μη με φοβάστε καθόλου! Από πού να ξεκινήσω; Από την εποχή των 1970s και τις κλασικές ροκ μπάντες όπως οι Led Zeppelin μέχρι τον Tim Buckley που μου έμαθε ο Θηβαίος; Ομολογώ ότι ο Χρήστος έχει μια έντονη ροκ πλευρά που δεν την αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα, γιατί φαίνεται ως ο τραγουδιστής της κλασικής μπαλάντας. Κάναμε πολλές ακροάσεις μαζί, κλασικά ροκ ακούσματα, Joni Mitchell, Bob Dylan. Το κλασσικό το εννοώ ως διαχρονικό, όχι ως παρωχημένο, γιατί πλέον έχει καταντήσει ο όρος «κλασικός» να είναι αρνητικός.

Υπάρχει ελληνική ροκ;


Θα σου δώσω μια απάντηση που είπε ο Σαββόπουλος. Ροκ είναι ο καλλιτέχνης ο οποίος εξισώνει τον εαυτό του με την εξουσία, είτε αυτή η εξουσία έρχεται από το κράτος, είτε από μια άρχουσα τάξη, είτε από τον ίδιο το θεό. Ροκ είναι η ισοδύναμη απάντηση-πρόκληση στην εξουσία. Με αυτή την έννοια υπάρχει πολλή ελληνική ροκ, και δε μιλάω μόνο για τον Σιδηρόπουλο.

Ποιες εξουσίες κληθήκατε να αμφισβητήσετε εσείς;


Καθημερινά πολλές, ίσως όμως να μην τις κατάλαβα γιατί έχω καλό αμυντικό σύστημα και θεωρώ τη ζωή μου χαρισματικά εύκολη. Έχω πάντως κι εγώ βιώσει τη θέση της γυναίκας στον πλανήτη και στην Ελλάδα. Όμως, σε γενικές γραμμές, περισσότερο μου έδωσαν εξουσίες παρά μου επέβαλλαν. Και αυτές που μου επιβλήθηκαν έχουν επιβληθεί στον καθένα, εφόσον ζούμε με τους όρους που ζούμε την καθημερινή ζωή. Όσο για τις εξουσίες που μου έχουν δοθεί, εύχομαι να μου έχουν δοθεί αξιοκρατικά.

Ας επιστρέψουμε στην αρχή. Διονύσης Σαββόπουλος;


Τον θεωρώ ιδιοφυή. Δεν είναι καθόλου τυχαία η καριέρα του – τι φτηνή λέξη για έναν τέτοιο άνθρωπο. Ζηλεύω αφάνταστα, με την καλή έννοια, το έργο του. Έχει ένα δικό του τρόπο να κάνει συνειδητές τις λέξεις του υποσυνείδητου. Αυτό είναι το χάρισμα των ταλαντούχων τραγουδοποιών, να σου δίνουν με τρεις λέξεις-σύμβολα ολόκληρες έννοιες, και μέσα σε ένα ρεφραίν να τα έχεις ακούσει όλα.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου;


Ίδια περίπτωση. Ο Θανάσης είναι ο τραγουδοποιός που αυτό τον καιρό μελετάω πολύ καθώς τακτοποιώ στο μυαλό μου την ιστορία των ανθρώπων που θαυμάζω. Ο Θανάσης είναι το κεφάλαιο εργασίας μου αυτό τον καιρό.

Μελλοντικά σχέδια;


Θέλω να τελειώσω ένα δίσκο με προσωπικό υλικό, σαν μικρή αναφορά στις εμπειρίες, τους ανθρώπους και τις φωτογραφίες των τόπων που έχω πάει. Ο προσωρινός τίτλος είναι “It’s just a FACE we go through”. Είναι ένας ορχηστρικός δίσκος με τη συνδρομή κάποιων φωνών σε σύντομους διαλόγους σαν χαïκού. Σκοπός των φωνών είναι να υπογραμμίσουν το ανάποδο από αυτό που θα κάναμε σε μία κινηματογραφική σκηνή. Εκεί υπάρχει ο διάλογος και η μουσική υπογραμμίζει. Εδώ υπάρχει η μουσική, και ο διάλογος υπογραμμίζει. Κατά τα άλλα, το παρών είναι τόσο έντονο και ισχυρό που αδυνατώ να δω το μέλλον.





6 σχόλια:

Stepas είπε...

Την είδα φέτος στο Πόλις με το Θανάση και το Σαββόπουλο.Καταπληκτική μουσικός!

BOSKO είπε...

Μπράβο, Ηρακλή, που "δίνεις" βήμα σε τέτοιους μουσικούς σαν τη Βάσω Δημητρίου! Νομίζω πως η επιτυχία του δίσκου Παπακωνσταντίνου/ Σαββόπουλου κατά ένα 30% χρεώνεται σ' αυτήν!

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Όταν άκουσα εκείνα τα ακόρντα στην «Πρώτη ώρα» από το «Μόνο νερό στη ρίζα» του Θηβαίου, έτρεξα να δω ποιος παίζει αυτή την κιθάρα. “Μα καλά! Ποιος έμαθε σ’ αυτόν τον άνθρωπο να παίζει ΕΤΣΙ;”, σκέφτηκα... Το ένστικτο, λοιπόν!
Και αμέσως "είδα" τα γυναικεία δάχτυλα σαν από κρύσταλλο να ακουμπούν κάθετα την ταστιέρα.
Ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι ολοκληρωμένοι μουσικοί σαν τη Βάσω Δημητρίου.

Εξαιρετική συνέντευξη!

Μουσικά Προάστια είπε...

@Stepas:
Πράγματι, στο Πόλις έδωσε ρέστα φέτος, τουλάχιστον τις δύο φορές που την είδα, και στη δημοσιογραφική πρεμιέρα όπου όλοι οι άλλοι ακόμα ψάχνονταν, και στο τέλος όταν όλα πήγαιναν ρολόι.

@Bosko:
Σε ευχαριστώ Μπόσκο, αν και στην περίπτωση αυτή τα περισσότερα συγχαρητήρια πάνε στο Δίφωνο που είχε την πρωτοβουλία της συνέντευξης.

@Μάκης
Ευτυχής συνάντηση δασκάλας και μαθητή! Και ακόμα ευτυχέστερη η συνάντησή μας - επιτέλους - χθες!

Ανώνυμος είπε...

Ομολογω με την σειρα μου πως η Βασω ειναι ΑΠΑΙΧΤΗ....!!!!
παρακολουθω την πορεια της τα τελευταια 8 χρονια κι εχω να πω πως δεν εχει παψει να με εκπλησει παντα προς το καλυτερο!!!
Μπραβο Βασω και μπραβο σου Ηρακλη για το υπεροχο αρθρο!!!

Μουσικά Προάστια είπε...

Όπως το λες ανώνυμε/η, άπαιχτη! Και νομίζω ότι αυτό θα επιβεβαιωθεί και από τον προσωπικό δίσκο της που ετοιμάζει αυτό τον καιρό, μετά την επιτυχημένη προετοιμασία του "Σαμάνου".